Ο Παναγιώτης Κονδύλης (1943-1998) συμπεριλαμβάνεται πιθανότατα στους σημαντικότερους Έλληνες διανοητές του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα. Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα από το βιβλίο του “Πλανητική πολιτική μετά τον ψυχρό πόλεμο” και αναδημοσιεύθηκε τον Απρίλιο από την LiFO με ευρεία διαδικτυακή διάδοση και αναπαραγωγή. Αυτές τις ημέρες που οι «διαπραγματεύσεις» με τους δανειστές και τους Ευρωπαίους αξιωματούχους είναι στο επίκεντρο και το μέλλον της χώρας στην ευρωζώνη φαντάζει επισφαλές, θυμήθηκα το εν λόγω κείμενο του Π. Κονδύλη και θεώρησα σκόπιμο να το αναδημοσιεύσω. Σπεύδω να προϊδεάσω τον αναγνώστη ότι ίσως θεωρήσει πολλές από τις τοποθετήσεις που ακολουθούν ιδιαιτέρως αιχμηρές και κάποιους χαρακτηρισμούς υπέρ το δέον καυστικούς (ή και ενοχλητικούς). Θα εντυπωσιασθεί όμως ο αναγνώστης του κειμένου αυτού από την ακρίβεια της ρηξικέλευθης ανάλυσης της παθογένειας της νεοελληνικής κοινωνίας και του νεοελληνικού κράτους και την σχεδόν ανατριχιαστική διορατικότητα με την οποία προοικονομούσε προ εικοσαετίας όσα επακολούθησαν, θεωρώντας ήδη από τότε , ότι χρονικά περιθώρια δεν υπάρχουν: «στην Ελλάδα δεν υπάρχουν πια περιθώρια για μισόλογα και διακριτικούς υπαινιγμούς».
Η σημερινή Ελλάδα αποτελεί περίπτωση φθίνοντος έθνους
Η σημερινή Ελλάδα αποτελεί ακριβώς περίπτωση φθίνοντος έθνους, το οποίο εκλαμβάνει τις έμμονες μυθολογικές του ιδέες για τον εαυτό του ως ρεαλιστική αυτεπίγνωση. Δεν είναι διόλου περίεργο ότι η ψυχολογική αυτή κατάσταση συχνότατα παρουσιάζει συμπτώματα παθολογικού αυτισμού γιατί το απαραίτητο υπόβαθρο και πλαίσιο της υγιούς αυτεπίγνωσης είναι η γνώση του ευρύτερου περιβάλλοντος κόσμου, μέσα στον οποίο καλείται να δράσει ένα ατομικό ή συλλογικό υποκείμενο, αποτιμώντας κατά το δυνατόν νηφάλια τις δυνατότητες του και υποκαθιστώντας τη νοσηρά εγωκεντρική αρχή της ηδονής με τη φυσιολογικά εγωκεντρική αρχή της πραγματικότητας. Όπως οι κατώτεροι ζωικοί οργανισμοί, έτσι και οι σημερινοί Έλληνες αντιδρούν με έντονες αντανακλαστικές κινήσεις μονάχα σ’ ό,τι τους ερεθίζει άμεσα και ειδικά· οι δηλώσεις κάποιου «φιλέλληνα» στη Χαβάη ή κάποιου «μισέλληνα» στη Γροιλανδία (κι ας μη μιλήσουμε καθόλου για τα όσα παρεμφερή μαθαίνει κανείς από τις Βρυξέλλες ή την Ουάσιγκτον) ευφραίνουν ή εξάπτουν, αναλόγως, τα πνεύματα πολύ περισσότερο απ’ ό,τι τα απασχολούν τα ουσιώδη, αν και συχνά αφανή, μεγέθη της πολιτικής και της οικονομίας.