13 Απρ 2012

Νυχτερινό

Ο συνάδελφος Νικήτας Κακκαβάς είναι, κατά την ταπεινή μου γνώμη, ένα αυθεντικό συγγραφικό ταλέντο, ένας ανεπιτήδευτος μάστορας του λόγου. Σήμερα, Μεγάλη Παρασκευή, αυτή την, θαρρείς, πιο μελαγχολική Μεγάλη Παρασκευή των τελευταίων δεκαετιών, (ανα)δημοσιεύω το διήγημα του "Νυχτερινό", από την υπό έκδοσιν, εξαιρετική, συλλογή διηγημάτων "Το Ποτέ και το Τίποτα" (εκδόσεις Ιδιωτική Οδός).
Λόγος λιτός, χαμηλόφωνη υπαρξιακή αγωνία, ολιγαρκής μοναξιά, γνήσιο συναίσθημα. Διαβάζοντας σε τυλίγει η λυτρωτική συγκίνηση του ρεαλισμού της ζωής. Της ζωής που φεύγει.

                                                                                    Εύχομαι Καλή Ανάσταση σε όλους.

(Περίληψη)
Ο κύριος Μηνάς περνάει το τελευταίο βράδυ της ζωής του στην Πανεπιστημιακή Κλινική του Ιπποκρατείου, όπου νοσηλεύεται τον τελευταίο μήνα. Το πρωί η νοσηλεύτρια βάρδιας βρίσκει στο κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι του ένα γράμμα που είχε γράψει για τον γιο του, ο οποίος ζει μόνιμα
στη Σουηδία.

«Κανείς δεν καταλαβαίνει τον άλλο. Είμαστε νησιά στη θάλασσα της ζωής. Ανάμεσα μας κυλάει η θάλασσα  που μας ορίζει και μας χωρίζει. Όσο κι αν προσπαθεί μια ψυχή να μάθει τι είναι μια άλλη ψυχή, δεν θα μάθει παρά μόνο όσα μπορεί να της πει μια λέξη».

Φερνάντο Πεσσόα «Το βιβλίο της ανησυχίας»



Η πόρτα του μπάνιου έτριξε. Ήθελε λάδωμα. Ο οξύς ήχος ξύπνησε τους υπόλοιπους στο θάλαμο.
Στάθηκε μπροστά στο νιπτήρα, άνοιξε τη βρύση και άφησε το νερό να τρέξει. Κοιτάχτηκε στο ραγισμένο καθρέφτη. Το μπάνιο βρωμούσε αμμωνία ανάκατα με χλωρίνη. Του ήρθε ναυτία.
Τακτοποίησε τα λιγοστά μαλλιά του με τα δάχτυλα. Ήθελε ξύρισμα, τα άσπρα γένια ξεφύτρωσαν ανάμεσα στα ρυτιδιασμένα του μάγουλα. Κάτω από το φως της αδύναμης λάμπας φαίνονταν πελιδνός.
Από το ανοικτό παράθυρο του θαλάμου ακούγονταν ένας τζίτζικας και η σβησμένη ηχώ της εξάτμισης μιας μοτοσικλέτας.
Αισθάνθηκε ένα δυνατό πόνο στο στήθος, καυτό σίδερο.
Στο μέτωπο του έτρεχαν ήδη σταγόνες ιδρώτα. «Ως εδώ ήταν κύριε Μηνά…», πρόλαβε να σκεφτεί.
Με έναν γδούπο προσγειώθηκε στην κιτρινιασμένη πορσελάνη της ντουζιέρας. Ένα μικρό κόκκινο αυλάκι απλώθηκε γρήγορα στο μωσαϊκό του μπάνιου.

- Σάββα γκολ στο 214. Έλα να τον πάρεις, πριν μυρίσει με τέτοια ζέστη.
Η Προϊσταμένη έκλεισε απότομα το τηλέφωνο. Ήξερε τι ανεπρόκοπος ήταν ο τραυματιοφορέας και αυτή χρειάζονταν αμέσως το κρεβάτι σε μια ώρα ξεκινούσε η πρωινή εφημερία.

Στην είσοδο του θαλάμου δυο γέροι στριφογύριζαν ανήσυχοι, κρατώντας με το αριστερό τους χέρι τον ουροκαθετήρα.
 «Πάρτε τον, βρε παιδιά. Δεν με βαστούν τα πόδια μου, ζαλίζομαι. Θέλω να ξαπλώσω, δεν αντέχω άλλο όρθιος!», εκλιπαρούσε τις νοσηλεύτριες ο πιο αδύνατος ηλικιωμένος.
- Σοφία πήγαινε να μαζέψεις τα πράγματα του Ιγνατίου από το κομοδίνο. Μην ξεχάσεις τη μασέλα, τη βέρα και το ρολόι του. Όρεξη έχω τους συγγενείς να μας κατηγορούν για κλέφτες πρωινιάτικα!

H Σοφία σηκώθηκε από την καρέκλα, υπακούοντας απρόθυμα την Προϊσταμένη. Από όλα τα καθήκοντα της νοσοκόμας δεν άντεχε να μαζεύει τα πράγματα ενός νεκρού. Έμαθε
να ξεσκατώνει, να αλλάζει πιτζάμα σε κατουρημένους γέρους, να βοηθάει τον γιατρό Ιωάννου στη διάνοιξη αποστημάτων, αλλά αυτή την διαδικασία δεν έλεγε - δέκα χρόνια νοσηλεύτρια – να την συνηθίσει ακόμα. Αισθάνονταν ακόμη ένα περίεργο δέος μπροστά στο θάνατο, δεν ήθελε να αγγίξει
τίποτε από εκεί που κάποτε υπήρχε απαραβίαστα ιδιωτική η ζωή του άψυχου πλέον σώματος.

Σήκωσε το σεντόνι, αποκαλύπτοντας τον φρέσκο νεκρό. Ένα ισχνό γεροντάκι, κίτρινο φύλλο πεσμένο οριστικά από το δέντρο της ζωής. Γυρίζοντας το κεφάλι της από την άλλη μεριά, έψαξε στα τυφλά στο στόμα του για να βρει τη μασέλα. Έβγαλε έπειτα το ρολόι, το σταυρουδάκι από το λαιμό και μια
μικρή ασημένια καδένα από τον αριστερό καρπό, τοποθετώντας τα σε μια χάρτινη σακούλα. Κοίταξε έπειτα ένα-ένα τα δάχτυλα του. Πουθενά η βέρα. Άνοιξε το συρτάρι του κομοδίνου. Παραμέρισε με γρήγορες κινήσεις την παρηγορητική πραμάτεια του πρώην ασθενούς. Ένα μικρό τρανζίστορ, ένα μυθιστόρημα τσεκαρισμένο στη σελίδα 234, ένα κινητό τηλέφωνο, ένα σταυρόλεξο... Στο
βάθος φάνηκε ένας λευκός φάκελος.
«Εκεί θα έβαλε τη βέρα του», ανακουφίστηκε η Σοφία.
Έψαξε τον φάκελο χωρίς δισταγμούς για αδιακρισία. Εντός του διπλωμένη με επιμέλεια μια κόλλα αναφοράς. Την άνοιξε με προσοχή. Πυκνογραμμένες παράγραφοι με χειρόγραφη μπλε καλλιγραφία αποκαλυφτήκαν.
Κοίταξε σχεδόν συνωμοτικά δεξιά και αριστερά της. Δεν υπήρχε κανείς στον θάλαμο. Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού παραμερίζοντας το παγωμένο μέλος του νεκρού και άρχισε να διαβάζει.

«Δημήτρη μου,
είναι περασμένες τρεις και δεν μπορώ να κοιμηθώ. Δεν είναι που πονάω σ’ όλο μου το σώμα,  έμαθα πια στον πόνο, τον συνήθισα. Θα πεθάνω, το αισθάνομαι. Βλέπω παράξενα όνειρα τα βράδια.
Θα πεθάνω σε πολύ λίγο. Τελειώνουν οι πιστώσεις χρόνου που μου έχουν απομείνει.
Δεν με πειράζει που φεύγω. Στα αλήθεια! Με πονάει όμως που θα πεθάνω εδώ μέσα, ολομόναχος στον θάλαμο ενός νοσοκομείου. Ορφανεμένος από τους ανθρώπους μου. Μοιράζομαι αυτό το άθλιο δωμάτιο με τρεις ξένους. Το μόνο κοινό ανάμεσα μας είναι η αγανάκτηση και η μοναξιά του
μελλοθάνατου που μας περικυκλώνει. Οι γιατροί δεν μας δίνουν σημασία. Κάθε πρωί παρελαύνει η κουστωδία με τις λευκές ποδιές, αδιάφορη και άπραγη μπροστά στην αρρώστια μας. Άδεια σακιά οι ψυχές τους, τσιγκουνεύονται να μας σκαρώσουν έστω ένα κάποιο παρηγορητικό ψέμα. Περισσότερο
από όλους σιχαίνομαι τα νεαρά γιατρουδάκια με το βλέμμα τους γεμάτο από την έπαρση της άγνοιας και της απειρίας.

Ήθελα να πεθάνω στο σπίτι μου!
Ανάμεσα στους τοίχους του, να με περικυκλώνουν παρηγορητικές οι σκιές των περασμένων. Σήμερα εξορίζουν τους μελλοθάνατους από τα σπίτια τους, όλοι πεθαίνουν στα νοσοκομεία. Τους κλείνει τα μάτια ένας ξένος, η νοσοκόμα ή ο τραυματιοφορέας της βάρδιας. Περνούν τις πρώτες ώρες του θανάτου τους ολομόναχοι στο μάρμαρο ενός υπόγειου νεκροτομείου.
Εγώ ήθελα να πεθάνω στο σπίτι μου, αγόρι μου! Ανάμεσα στα βιβλία μου, πάνω στον πράσινο φθαρμένο καναπέ του σαλονιού μπροστά στην ανοιχτή τηλεόραση, με τις φωτογραφίες σας ολόγυρα μου, να βλέπω τα παιδικά σας χαμόγελα και να μην τα χορταίνω. Να αισθάνομαι την σκιά της μητέρας
σου δίπλα στην κρεβατοκάμαρα, ένα μικρό - τόσο δα!- κουράγιο σ΄ αυτήν την φοβερή αγωνία μου.

Ήθελα πάντοτε να σου πω τόσα πολλά!
Ωστόσο κάθε φορά που σε συναντώ κάτι κλειδώνει τη γλώσσα μου, οι ήχοι κρύβονται, ο χρόνος είναι άρρωστος και αναλώνομαι σε ανώφελες κοινοτυπίες, μήπως και σε βαρύνω με κάποιο φορτίο
περίσκεψης. Κι όταν χωρίζουμε με πιάνει ταραχή, σαν αντικρίζω στοίβα θεόρατη τις εκκρεμότητες λέξεις που ήθελα να σου μιλήσω.

Είσαι μεγάλος πια, το ξέρω. Στα δικά μου τα μάτια όμως παρέμεινες πάντοτε εκείνο το ξανθό αγοράκι που με αγκάλιαζε με εκείνη την τριών χρόνων αγκαλιά του, όταν ξυπνούσε το πρωί.
Με εκείνη την αυθεντική αγάπη που μόνο τα παιδιά μπορούν να έχουν.
Είχα χαρεί τόσο πολύ, όταν γεννήθηκες.
Και δεν έσβησε ποτέ εκείνο το φως που έφερε ο ερχομός σου στη ζωή μου. Εκείνα τα μικρά δαχτυλάκια, εκείνο το χαμόγελο, μα περισσότερο από όλα εκείνα τα μεγάλα μάτια φώτισαν εντός μου έναν άλλον εαυτό που ούτε είχα ματαδεί, ούτε ήξερα ότι υπήρχε.

Δεν υπήρξα πάντοτε αυτός ο άθλιος γέρος που είμαι τώρα.
Δεν ξέρω πότε και γιατί άρχισε αυτή η παραμόρφωση μου. Με θυμάμαι με καστανά, καλοχτενισμένα μαλλιά, δεν ζάρωναν την φάτσα μου ρυτίδες, τα μέλη μου είχαν δύναμη, μπορούσα να ανεβαίνω με εσένα στην αγκαλιά δυο-δυο τα σκαλοπάτια. Δεν θα το πιστέψεις, αλλά κάποτε φορούσα στενά
μπλουτζίν με λευκά αθλητικά παπούτσια και στενά, καρό κοντομάνικα πουκάμισα.
Με τις πρώτες λιακάδες του Μαρτίου σε έβαζα στους ώμους μου και γυρίζαμε αμέριμνοι τα μεσημέρια στις πλατείες.
Τότε μπορούσες ακόμη να ερμηνεύεις τον ήχο των σιωπών μου, δεν χρειάζονταν τα λόγια να παραχαράξουν κανένα συναίσθημα. Μετά το κυνηγητό των περιστεριών σε έπαιρνε ο ύπνος, κάνοντας μαξιλάρι το κεφάλι μου.
Τα καλοκαίρια πηγαίναμε όλοι μαζί στη θάλασσα. Έκλαψες τρομαγμένος, όταν σε έβαλα για πρώτη φορά στο νερό. Η μητέρα σου φώναζε «τι άτσαλος που είσαι με το παιδί!». Χτυπούσες αδέξια πτερύγια τα ποδαράκια σου στο νερό, προσπαθώντας να επιπλεύσεις.

Δεν θυμάμαι πότε με πρωτοείπες «μπαμπά».
Μάλλον θα ήταν ένα πρωί Κυριακής που έσκυψα να σε φιλήσω. Ήμουν αξύριστος, τα γένια μου θα έγδαραν τα μάγουλα σου. Ήσουν μόνο οκτώ μηνών. Έκλεισα τα μάτια, για να μην εξαντληθεί η ηχώ του νιόβγαλτου ήχου. Θυμώνω πολύ με αυτούς που θέλουν τα παιδιά να τους φωνάζουν με το μικρό τους όνομα, αντί για «πατέρα», «μητέρα», «μαμά», «μπαμπά». Εγώ ήθελα πάντοτε να το ακούω! Το να γίνω ο μπαμπάς σου υπήρξε ό,τι πιο σπουδαίο προσπάθησα ποτέ στη ζωή μου.

Ξέρω πως σε στεναχώρησα πέρυσι που δεν σε άφησα να μου πάρεις καινούργια έπιπλα. Πώς να στο εξηγήσω, αγόρι μου, οι γέροι δεν θέλουν να αλλάζουν το σπίτι τους, τα ρούχα τους, το φλιτζάνι του καφέ, την εφημερίδα… Η μνήμη τους πρέπει να παραμένει ακέραια και στις πιο μικρές της
λεπτομέρειες, δεν επιτρέπεται να εισχωρήσει καμιά εντροπία στον κόσμο τους.
Οι αναμνήσεις είναι τα όνειρα των γέρων η επιστροφή σε ό,τι είναι οριστικά χθες ισοδυναμεί με την υπόσχεση ενός καινούργιου ταξιδιού. Για αυτό πασχίζουν να κάνουν παρόν όλα όσα υπήρξαν, αλλά δεν δικαιούνται μια νέα είσοδο στο χρόνο. Κι εγώ το γνώριζα καλά από νωρίς: στην πυκνή δεντροστοιχία των αναμνήσεων μου παραμόνευε πάντοτε να με ξαφνιάσει κάποια ξεχασμένη μου ευτυχία.

Η ζωή μας είναι ό,τι γνωρίζουμε και ορίζουμε για αυτήν.
Και εγώ υπήρξα κάτι χειρότερο από ένας ασήμαντος, ένας κουτσουρεμένος μέσος όρος. Ήμουν σ’ όλη τη ζωή μου μια ευτυχής δυνατότητα, ωστόσο θλιβερά ανεκπλήρωτη. Αισθανόμουνα βέβαια να αναβλύζει σαρωτική εντός μου η επιθυμία να κάνω τόσα πολλά. Ονειρεύτηκα πολύ… Ονειρευόμουν
να γράψω ένα σπουδαίο βιβλίο, να συνθέσω ένα αξέχαστο τραγούδι, να γίνω ένας διάσημος φυσικός, να ταξιδέψω στην Αφρική, να αγοράσω ένα σκάφος, να μάθω Ιταλικά και Ρωσικά, να έχω ένα δικό μου αγρόκτημα με μηλιές και πορτοκαλιές. Αντ’ αυτών ξόδεψα όλα τα χρόνια μου ναυαγός σε ένα
μικρό γραφείο στον τρίτο όροφο κάποιας Εφορίας. Ο ορίζοντας μου συρρικνώθηκε όλος-όλος ένας τοίχος βαμμένος μέχρι τη μέση με πράσινη λαδομπογιά, το ταξίδι μου περιορίστηκε στα λιγοστά, ίδια χιλιόμετρα από το τριάρι μας μέχρι το γραφείο μου. Μέχρι και από μεγάλο έρωτα φαίνεται πως
αστόχησα. Με πίστευα για ψηλό βουνό, αγόρι μου, αλλά αυτό ήταν η αυταπάτη σκιά του λοφίσκου που υπήρξα.

Δεν μ’ αρέσουν οι δικαιολογίες, αλλά ίσως τελικά να χάθηκα κάπου ανάμεσα στο ένστικτο της τελειότητας και στην ευθύνη που αισθανόμουν διαρκώς απέναντι σου. Μου ήταν αδύνατο να τα συνταιριάξω. Εγώ δεν παράτησα απλώς το ταξίδι της ζωής μου, ούτε καν πλησίασα ποτέ στο λιμάνι! Στο βάθος φοβόμουν πάντοτε την αποτυχία, πριν καν ακόμα προσπαθήσω. Για αυτό και έπεισα τον εαυτό μου πως η ευθύνη της ανατροφής σου ήταν απαγορευτική για να συνεχίσω να
παρακολουθώ τις επιθυμίες μου. Έστησα καλά το δόκανο μιας τέτοιας φενάκης, για να ησυχάσει ο άλλος Μηνάς, αυτός που σιχαίνονταν τον όψιμα οκνηρό και αδιάφορο μεσήλικα που αντίκριζε κάθε πρωί στον καθρέφτη του μπάνιου.
Σου άφηνα, ωστόσο, τα χνάρια μου για να μ’ ανακαλύψεις, αν κάποτε αποφάσιζες να μπεις στον κόπο. Φωσφορίζουσες σημειώσεις στα βιβλία μου, η τακτοποιημένη δισκοθήκη μου, φωτογραφίες από μια παλιά εκδρομή, κιτρινισμένα χαρτάκια με ονόματα και τηλέφωνα πρώην φίλων, εισιτήρια
από συναυλίες… Έκλεινα σιγά-σιγά τη ζωή μου όλη στην επικράτεια των λίγων μέτρων του γραφείου μου. Στο άβατο αυτό θα κρύβονταν εφεξής ο αληθινός Μηνάς, περιμένοντας μια ημέρα να τον συναντήσεις αγόρι μου.

Το μόνο που δεν συνήθισα ποτέ ήταν το άδειο σου δωμάτιο. Διάλεξε και αυτή η μάνα σου να μην αλλάξουμε τίποτα, να το αφήσουμε άθικτο. Άλλες φορές απέφευγα και να κοιτάξω, άλλες φορές κλεινόμουν με τις ώρες μέσα. Χάζευα τα βιβλία Χημείας του φροντιστηρίου, την μεγάλη υδρόγειο σφαίρα, τις ξεθωριασμένες αφίσες στον τοίχο, δυο μαρκαδόρους που δεν γράφουν πια, τον παλιό υπολογιστή, το στρωμένο κρεβάτι από ξύλο Σουηδίας. Άνοιγα την ντουλάπα και απαριθμούσα με τα χέρια μου το εφηβικό σου βεστιάριο. Περίμενα μάταια να φανεί στην πόρτα ο δεκαοχτάχρονος
Δημήτρης. Και μόνο η φωνή της μητέρας σου ή ένα απρόσμενο κουδούνι με αποσπούσε από αυτό το μεθοριακό σκηνικό.

Όταν πέτυχες στο Πολυτεχνείο και έφυγες για την Αθήνα, έδειχνες να μας ξέχασες.
Δεν μας τηλεφωνούσες πια, δυο φορές που κατέβηκα ξαφνικά για να σε δω μου φάνηκε δυσφορία στο βλέμμα σου. Σαν να μην ήμουν πια ο αγαπημένος σου μπαμπάς, μεμιάς αισθάνθηκα κάποιος ξένος που εισβάλλει και γκρεμίζει προσωρινά το σκηνικό της ανεμελιάς σου, σου αναιρούσα βαθμούς ελευθερίας. Παρότι προσπαθούσες αρκετά, εγώ μετέφραζα για πλαστό εκείνο το «Καθίστε μια μέρα
ακόμα, να πάμε και στο θέατρο». Έπρεπε να το πάρω απόφαση! Με είχες εξορίσει προσωρινά από την καρδιά σου οι νέοι της ένοικοι – οι συμφοιτητές σου και η ξανθούλα από την Κατερίνη - δεν γούσταραν μεσήλικες συγκάτοικους. Θύμωσα τότε μαζί σου, «το τσογλάνι εγώ θυσίασα τον εαυτό μου για πάρτη του και αυτός…», σκέφτηκα. Αλλά η αλήθεια είναι πάντοτε μια αδιόρατη λευκή σκιά: στις καινούργιες σου πτήσεις ήμουνα πλέον ένα βαρίδι, δεν περίσσευε ούτε μια κάποια θέση θεατή.

Και ήρθε η αγάπη μου για σένα, δίκαιη και παρηγορητική, να τακτοποιήσει τις εσωτερικές μου εκρήξεις.
«Στο κάτω-κάτω κανείς δεν μπορεί, ακόμη και αν το θέλει, να αρνηθεί εντελώς τον πατέρα και την μητέρα του», ησύχαζα. Από δω και πέρα θα μεταμορφωνόμασταν ξανά σε οικογένεια μοναχά κάποια Σαββατοκύριακα, τα Χριστούγεννα ή στο γιορτινό τραπέζι της Ανάστασης, όποτε τέλος πάντων αναβίωνε κάποια λάμψη της τρυφερότητας που υπήρξε κάποτε ανάμεσα μας. Όπως ακριβώς συμβαίνει και με τόσες άλλες οικογένειες ανάμεσα στο ξένο πλήθος των απέναντι πολυκατοικιών. Όπως
και με την οικογένεια του μακαρίτη του πατέρα μου. Τώρα που σου γράφω βρέχει πολύ. Ξαφνική καλοκαιρινή μπόρα. Ζέστη και υγρασία αποπνικτική, δεν σε χωρά ο τόπος...

Εσείς σίγουρα θα παγώνετε στη Σουηδία. Είναι και ανήλιο εκείνο το στενό της πόλης που διάλεξες να μείνεις αγόρι μου. Νομίζω πως άφησα ανοιχτή την μπαλκονόπορτα στο σαλόνι, θα βραχεί το χαλί. Ήμουν πάντοτε απρόσεχτος! Και δεν έχω ποιον να στείλω να την ασφαλίσει.
Η αλήθεια είναι πως χρειάζομαι κάποιον κοντά μου αυτές τις ώρες.
Ωστόσο δεν στο λέω για να γυρίσεις πίσω, δεν έχεις καμία ευθύνη εσύ, καμία υποχρέωση!

Σε σκέφτομαι πολύ. Είσαι ευτυχισμένος; Τι χρώμα έχει το καινούργιο σου αυτοκίνητο; Κουράζεσαι στη δουλειά; Μιλάς με κανέναν παλιό σου φίλο στο τηλέφωνο;
Άραγε θα 'ρθεις τον Δεκαπενταύγουστο; Αν τα καταφέρεις, θα πάμε εκδρομή στη θάλασσα. Δεν νοστάλγησα τίποτε περισσότερο από ένα αεράκι. Σαν τότε – Μάης δεν ήταν; - που καθάριζε τον ουρανό στα Κάστρα. Τίποτε άλλο παρά ένα δροσερό αεράκι.

Τώρα άπνοια,  δεν φυσάει ούτε στα όνειρα μου…

Σ’ αγαπώ όσο τίποτα άλλο στον κόσμο μου.

Ο μπαμπάς σου»

Η Σοφία σκούπισε δυο δάκρυα στα μάγουλα της.
Μπήκε στο γραφείο της Προϊσταμένης. Άνοιξε το συρτάρι του γραφείου και τράβηξε ένα λευκό φάκελο. Δίπλωσε το χαρτί στα δυο και το έκλεισε μέσα.
Με σταθερό χέρι αντέγραψε με μπλε μελάνι:

Μr. Ignatiou Dimitrios
Baggensgatan 25
Stockholm / SWEDEN

Από τον μπαμπά σου



Υ.Γ. "Είναι κάτι στιγμές" από τον Νίκο Παπάζογλου

5 σχόλια:

  1. Τόσο το διήγημα όσο και το τραγούδι είναι εξαιρετικά. Καλή Ανάσταση!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Σταμάτη για κάτι μεσήλικες σαν εμένα, το διήγημα είναι σα να βλέπω σκηνές από το προσεχώς. Θλίψη αλλά και αλήθεια. Η ζωή μας έχει και από τα δύο. Ως τότε ας ξοδεύουμε.
    Καλή άνοιξη, υγεία και έρωτα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Ανθρώπινο και συγκινητικό!
    Καλή Ανάσταση!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Υπέροχο πραγματικά...
    Συμφωνώ με το σχόλιο του leo. Αυτές οι εικόνες είναι ο αυριανός εαυτός μας.
    Η αλήθεια που μας βοηθά να μετριάσουμε την αλαζονία μας...
    Κράτησέ μας ενήμερους για την έκδοση της συλλογής.

    Καλή Ανάσταση!

    ΑπάντησηΔιαγραφή