5 Σεπ 2017

Κι εσύ να λείπεις...

Ήσουν ΛΕΒΕΝΤΗΣ !!!

Ήσουν αληθινός, γνήσιος, ατόφιος.
Ήσουν τίμιος, ευθύς και καθάριος.
Ήσουν χαρισματικός χωρίς ίχνος έπαρσης.
Ήσουν γενναίος και στον φόβο σου.
Ήσουν ταπεινά γενναιόδωρος.
Ήσουν παθιασμένος χωρίς εμπάθεια.
Ήσουν μαχητής, αλλά και μετριοπαθής.
Ήσουν οξύθυμος, αλλά και μεγαλόκαρδος.
Ήσουν οξυδερκής, αλλά και παιδικά αφελής.
Ήσουν φλογερός, αλλά και μειλίχιος.
                                           Ήσουν αιρετικός, αλλά και παραδοσιακός.
                                           Ήσουν ρηξικέλευθος, αλλά και συντηρητικός.

                                           Ήσουν φωτεινός και στα σκοτάδια σου.

Ήσουν λειτουργός της επιστήμης και αγωνιστής της δημοκρατίας.

Ήσουν ...αγνός φίλαθλος.
Ίσως γιατί γνώριζες ότι η ζωή είναι άθλημα και άθλος. Ότι χρειάζεται υψηλή στοχοθεσία, αγώνα, πίστη, φρόνημα, φιλοδοξία, ήθος. Ότι χρειάζεται δύναμη στην ήττα και ταπεινότητα στη νίκη. Ότι και οι θρίαμβοι είναι προσωρινοί, στιγμιαίοι, αλλά ότι οι στιγμές είναι η ζωή μας. Ότι ο συναθλητής-συνάνθρωπος έχει ανάγκη στήριξης και συμπαράστασης, αλλά ότι στον αντίπαλο-συνάνθρωπο οφείλουμε σεβασμό και αναγνώριση.

Αγάπησες μέχρι τέλους τη ζωή.
Αγάπησες τον τόπο σου, τη γνώση, τον αγώνα, τις απολαύσεις, την προκοπή.
Αγάπησες τον άνθρωπο.
Αγάπησες τις αδυναμίες σου.
Αγάπησες τον έρωτα.
Αγάπησες τους ασθενείς σου, τους συνεργάτες σου, τους φίλους σου.
Αγάπησες τα παιδιά σου.

Αγάπησες την Ντίνα, την πυξίδα και το νόημα της ζωής σου.

Αγαπήθηκες πολύ.

Περισσότερο απ'όσο ποτέ φαντάστηκες.

Ήσουν πάντα περήφανος για μας. Το νιώθαμε στο κάθε μας βήμα. Ίσως το θεωρούσαμε και..δεδομένο. Έπρεπε να γίνω πατέρας....ΠΑΤΕΡΑ, για να καταλάβω πόσο σημαντικό ήταν.
Εμείς όμως πατέρα, ίσως δεν σου είπαμε ποτέ πόσο περήφανοι ήμασταν για σένα. Πόσο γεμάτοι από σένα ήμασταν. Και πόσο μας καθόρισες.

Ήσουν πάντα εκεί.

Θα είσαι πάντα εδώ.

Πατέρα σε ευχαριστώ.






2 σχόλια:

  1. Μιχάλης Γκανάς- Χριστουγεννιάτικη ιστορία

    Κάθεται μόνος
    και καθαρίζει τ’ όπλο του δίπλα στο τζάκι.
    Κανείς δε θα ’ρθει και το ξέρει,
    κλείσαν οι δρόμοι από το χιόνι, σαν πέρυσι,
    σαν πρόπερσι, Χριστούγεννα και πάλι
    και τα ποτά κρυώνουν στο ντουλάπι.
    Το τσίπουρο στυφό, το ούζο γάλα
    και το κρασί ραγίζει τα μπουκάλια.
    Εκείνη τρία χρόνια πεθαμένη.

    Κάθεται μόνος του δίπλα στο τζάκι,
    δεν πίνει, δεν καπνίζει, δε μιλάει.
    Στην τηλεόραση χιονίζει,
    το στρώνει αργά στο πάτωμα και στο τραπέζι
    και στις παλιές φωτογραφίες,
    γνώριμα μάτια των νεκρών,
    που τον κοιτάζουν απ’ το μέλλον.
    Εκείνη τρία χρόνια πεθαμένη
    και μόνο το δικό της βλέμμα
    έρχεται από τα περασμένα.

    Κοντεύουνε μεσάνυχτα
    και καθαρίζει τ’ όπλο του απ’ το πρωί.
    Πώς να του πω «Καλά Χριστούγεννα»,
    ευχές δε φθάνουν ως εδώ,
    δρόμοι κλεισμένοι, τηλέφωνα κομμένα,
    η σκέψη αρπάζεται απ’ το κλαδί της μνήμης,
    μα να τρυπώσει δεν μπορεί στη μοναξιά του.
    Μια μοναξιά που χτίστηκε σιγά σιγά
    μ’ όλα τα υλικά και δίχως λόγια.

    Κοντεύουνε ξημερώματα κι ακόμη
    γυαλίζει τ’ όπλο του δίπλα στο τζάκι
    με αργές κινήσεις σα να το χαϊδεύει.
    Μένει στα δάχτυλα το λάδι
    αλλά το χάδι χάνεται.
    Θυμάται κυνηγετικές σκηνές
    με αγριογούρουνα και χιόνια ματωμένα,
    πριν γίνει θήραμα κι ο ίδιος
    στην μπούκα ενός κρυμμένου κυνηγού,
    που τον παραμονεύει αθέατος
    αφήνοντας να τον προδίδουν κάθε τόσο
    πότε μια λάμψη κάνης,
    πότε μια κίνηση στις κουμαριές
    κι η μυρωδιά απ’ το βαρύ καπνό του.
    Ξέρει καλά ότι κρατάει
    μακρύκανο παλιό μπροστογεμές
    γεμάτο σκάγια και μπαρούτι μαύρο.
    Όταν αποφασίσει να του ρίξει
    δε θα προλάβει πάλι να τον δει
    πίσω απ’ το σύννεφο της ντουφεκιάς του.

    Αν σκέφτεται στ’ αλήθεια κάτι τέτοια,
    και δεν τον τιμωρώ εγώ μ’ αυτές τις σκέψεις,
    πώς να πλαγιάσει και να κοιμηθεί.
    Λέω να γίνω πατέρας του πατέρα μου,
    ένας πατέρας που του έτυχε
    σιωπηλό και δύστροπο παιδί,
    και να του πω μια ιστορία
    για να τον πάρει ο ύπνος.

    Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά πάρε και τον πατέρα...

    Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά
    πάρε και τον πατέρα• απ’ τις μασχάλες πιάσ’ τονε
    σα νά ’ταν λαβωμένος. Όπου πηγαίνεις τα παιδιά
    εκεί περπάτησέ τον, με το βαρύ αμπέχωνο
    στις πλάτες του ν’ αχνίζει.

    Δώσ’ του κι ένα καλό σκυλί
    και τους παλιούς του φίλους, και ρίξε χιόνι ύστερα
    άσπρο σαν κάθε χρόνο. Να βγαίνει η μάνα να κοιτά
    από το παραθύρι, την έγνοια της να βλέπουμε
    στα γαλανά της μάτια, κι όλοι να της το κρύβουμε
    πως είναι πεθαμένη.

    Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά
    πάρε κι εμάς μαζί σου, με τους ανήλικους γονείς,
    παιδάκια των παιδιών μας. Σε στρωματσάδα ρίξε μας
    μια νύχτα του χειμώνα, πίσω απ’ τα ματοτσίνορα
    ν’ ακούμε τους μεγάλους, να βήχουν, να σωπαίνουνε,
    να βλαστημούν το χιόνι. Κι εμείς να τους λυπόμαστε
    που γίνανε μεγάλοι και να βιαζόμαστε πολύ
    να μοιάσουμε σ’ εκείνους, να δούν πως μεγαλώσαμε
    να παρηγορηθούνε.


    Φοίβος Δεληβορίας- Φώτης

    Θα `ρθω κάποια μέρα απ’ το γραφείο να σε πάρω απ’ τη δουλειά
    Να πάμε βόλτα στο Θησείο στην αρχαία αγορά
    Να μου πάρεις ένα γλυφιτζούρι
    και να δούμε τον Σαμψών
    Να ματώνεται στην πέτρα της ζωής των αλλονών

    Θα αγοράσεις το ΑΝΤΙ ή τα ΝΕΑ θα μυρίζεις after shave
    Θα σε ρωτάω για τον Θησέα και θα προσπαθώ να σε πείσω
    να μου πάρεις πακοτίνια και θα σου βαράω μπουνιές
    Και θα σε φωνάζω Φώτη και συ Φοίβο θα με λες

    Ααα... ααα... Aαα... ααα...

    Κι ύστερα θα γίνω εικοσιένα και συ σαρανταεννιά
    Τα Μίκυ Μάους μου σκισμένα τα ΑΝΤΙ σου σε κουτιά
    Θα αποφεύγω να σε δω στα μάτια θα μου μάθεις να οδηγώ
    Να πηγαίνω με τετάρτη προς το στρατιωτικό

    Δεν νομίζω πως θα καταφέρω να σε πω ποτέ μπαμπά
    Ούτε να σου δείξω όσα ξέρω κι όσα νιώθω στη καρδιά
    Μα όταν κάποια μέρα στο Θησείο θα βγάζω βόλτα ένα μικρό
    Θα με αποκαλέσει Φοίβο και εγώ Φώτη θα τον πω

    Για την αντιγραφή . Νικήτας

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Κι ο πατέρας μου,απο καιρό πια πεθαμένος,έρχεται ακόμη τις νύχτες να με συμβουλεύει.
    -Πατέρα,του λέω,ξεχνάς οτι τωρα πια ειμαστε συνομήλικοι;
    (Τάσος Λειβαδιτης)

    Να τον θυμάσαι όπως του αξίζει φίλε!

    ΑπάντησηΔιαγραφή