...Είχαμε κάτσει μια παρέα φίλων για καφέ και κουβεντούλα. Κυριακάτικο πρωϊνό, ήλιος φωτεινός, ουρανός ανέφελος, φθινοπωρινό αεράκι, εφημερίδες στο τραπεζάκι, διάθεση χαλαρή. Ήταν από εκείνες τις μέρες που σε τραβάν από το σβέρκο να βγεις έξω, να τις χαρείς, να ρεμβάσεις, να ξεθολώσεις. Τα παιδιά τρέχαν, φωνάζαν, ίδρωναν, παίζαν σαν να μην υπήρχε αύριο (...αλήθεια, πως αλλιώς μπορεί να παίξει ένα παιδί;) κι εμείς καλαμπουρίζαμε ευδιάθετοι.
H κουβέντα όμως δεν άργησε να ξεστρατίσει. Κάποιος, κάτι διάβασε σε μια εφημερίδα, έκανε ένα σχόλιο, κάποιος αντι-σχολίασε, ο τρίτος συμφώνησε, ο τέταρτος διαφώνησε. Το θέμα ήρθε σαν απρόσκλητος επισκέπτης και θρονιάστηκε στο τραπέζι μας: Η ΚΡΙΣΗ.
Τα βλέμματα σύντομα σκοτείνιασαν. Ο ένας γκρίνιαζε για τους φόρους («Είναι απίστευτοι. Μας τιμωρούν τώρα γιατί κάναμε παιδιά. Αλλά ξέρω εγώ γιατί το κάνουν...επειδή τα παιδιά δεν έχουν ...πινακίδες, για να τις καταθέσεις στην κωλο-εφορία τους»), ο άλλος τα ’βαζε με τους «Γερμαναράδες», ο τρίτος με τους «κρατικοδίαιτους συνδικαλιστές», τις συντεχνίες και «τα οργανωμένα συμφέροντα» που «δεν θέλουν να αλλάξει τίποτα στον τόπο αυτό» και συνέχισε πως μόνο «οι ξένοι μπορούν να βάλουν τάξη σ’αυτή τη χώρα» και ότι «καλά κάνουν και μας πιέζουν». «Ναι, καλά μας κάνουν», του είπε ένας από την παρέα, αφού «βρίσκουν και τα κάνουν, και εμείς δεν αντιδρούμε, και αφήνουμε αυτά τα πιόνια, τους πολιτικούς, που τους κρατάνε όλους οι Γερμανοί με τις μίζες της Siemens, να υπογράφουν το ένα μνημόνιο μετά το άλλο, κι εμείς πάμε και τους ξαναψηφίζουμε.... Καλά μας κάνουν». «Γιατί, ρε συ, υπήρχε άλλη λύση; Τι θες δηλαδή, να πτωχεύσουμε και να βγούμε από το ευρώ; Τότε να δεις πείνα, που θα πέσει. Πείνα πραγματική. Ακόμη, δεν έχουμε δει τίποτα....». «Ναι, ενώ τώρα που είμαστε στο ευρώ, μια χαρά είμαστε. Το θέμα, φίλε, δεν είναι να είμαστε στο ευρώ. Το θέμα είναι να...έχουμε ευρώ. Έτσι όπως μας πάνε, θα μας ξεζουμίσουνε, θα τσακίσουν την οικονομία, θα ξεπουλήσουμε τα πάντα και στο τέλος, πάλι θα χρεοκοπήσουμε. Καλύτερα να βγούμε τώρα από το ευρώ μόνοι μας, να πονέσουμε 2-3 χρόνια, αλλά να αρχίσουμε να ανεβαίνουμε μετά». «Τα λες αυτά, γιατί δεν καταλαβαίνεις τι θα πει να φύγουμε τώρα από το ευρώ. Ούτε φάρμακα θα έχουμε, ούτε πετρέλαιο, ούτε τίποτα». «Ναι, ενώ τώρα, έχουμε. Το ξέρεις, ότι στην πολυκατοικία μου φέτος δεν θα ανάψουμε καλοριφέρ; Τι να το κάνω εγώ το ευρώ με 35% ανεργία, τη φτώχεια να θερίζει, και το Μιχαλολιάκο να στρατολογεί απελπισμένους;». «Τι τα θέλετε, ρε παιδιά, μάλλον πρέπει να ετοιμαζόμαστε να την κάνουμε από αυτή την κωλο-χώρα, όσο είναι καιρός». «Και που θα πας, ρε φίλε; Νομίζεις είναι εύκολο. Είναι παντού δύσκολα πια. Άσε, που δεν θα βρεις πουθενά αυτό τον ήλιο». «Δεν ξέρω για μας, αλλά τα παιδιά μας πρέπει να φύγουν. Να σωθούν απ’αυτό το... μπουρδέλο». «Νομίζω, ότι υπερβάλλετε», είπε ο ψύχραιμος της παρέας, «η οικονομία πάντα κύκλους κάνει. Το είχαμε παρακάνει κι εμείς. Ζούσαμε πάνω από τις δυνατότητες μας. Μια φούσκα είχαμε φτιάξει. Θα γίνει μια διόρθωση, θα φύγει ο αέρας από το σύστημα και κουτσά-στραβά θα αρχίσουν να φτιάχνουν τα πράγματα». «Έτσι απότομα, όμως, που φεύγει ο αέρας, φίλε, μας βλέπω να πεθαίνουμε από ασφυξία...»
Και η συζήτηση συνεχιζόταν κάπως έτσι. Χαοτικά, πότε νευρικά, πότε με λίγο χιούμορ, αλλά πάντως χωρίς κατεύθυνση και σίγουρα χωρίς να οδηγείται σε κάποιο συμπέρασμα ή να μας κάνει, έστω και λίγο σοφότερους.
Τον είχα δει, εδώ και κάμποση ώρα. Καθόταν (στο διπλανό τραπέζι) μόνος του, έπινε αργά τον καφέ του, κάπνιζε νωχελικά ένα στριφτό τσιγάρο. Στο ένα αυτί του ένα μικρό λευκό ακουστικό, το χέρι χτυπούσε στο τραπέζι κρατώντας ένα κάποιο ρυθμό, που έδειχνε να τον ευχαριστεί. Το βλέμμα του έμοιαζε να είναι προσηλωμένο κάπου και απλανές ταυτόχρονα. Είχα την αίσθηση ότι παρακολουθούσε την κουβέντα μας, όχι απαραίτητα από ενδιαφέρον.
«Εντάξει, ρε σεις. Εμείς πάλι καλά είμαστε. Τι να πούνε δηλαδή οι 25άρηδες;», αναρωτήθηκε ο Γιάννης.
Εκείνη τη στιγμή σηκώθηκε και πλησίασε στο τραπέζι μας. Μίλησε ήρεμα και χωρίς να βιάζεται.
«Δεν ξέρω για τους άλλους 25άρηδες, αλλά θα σας πω τι λέω εγώ. Εγώ ντρέπομαι. Ντρέπομαι να πω στους φίλους μου ότι παίρνω χίλια ευρώ το μήνα. Από τους δέκα φίλους μου, οι τρεις δουλεύουν και κανένας δεν παίρνει χίλια ευρώ, που παίρνω εγώ. Και δεν είμαι καλύτερος από κανέναν τους. Μάλλον είμαι πιο τυχερός. Δούλευα και παλιά σε σούπερ-μάρκετ, 10ωρο, 6 μέρες τη βδομάδα κι έπαιρνα 5 κατοστάρικα. Τώρα με τα ...χίλια.... Μη το πεις ούτε του παπά, λέω στον εαυτό μου. Μια χαρά είσαι. Ναι, θα’θελα να παίρνω χίλια-πεντακόσια. Σκέφτομαι καμιά φορά, ότι άμα τα’παιρνα, θα μπορούσα να αγοράσω όλο τον κόσμο. Έτσι μου φαίνεται, αλλά δεν γίνεται. Πάλι καλά, λέω. Αλλά, να, ώρες-ώρες ντρέπομαι, ντρέπομαι τα φιλαράκια μου. Γεια χαρά σας.», είπε κι έκανε να φύγει, αλλά σταμάτησε και ξαναγύρισε. «Και που’στε, άμα βγάλετε καμία άκρη, μου λέτε κι εμένα, έτσι;».
Έφυγε αργά, περπάτησε μέχρι το πεζοδρόμιο, καβάλησε ένα ποδήλατο και έστριψε στη γωνία.
Όση ώρα μιλούσε, προσπαθούσα να καταλάβω αν μας κοιτούσε περιφρονητικά, συγκαταβατικά, ζηλόφθονα ή αδιάφορα. Δεν κατάλαβα ακόμη, αν η στάση του έδειχνε ειρωνεία, αισιοδοξία, απαισιοδοξία, απάθεια ή απλά ευθύτητα και ειλικρίνεια (που είναι και το πιθανότερο). Δεν ξέρω αν οι προσδοκίες και οι φιλοδοξίες του -και των παιδιών της γενιάς του- είναι πιο χαμηλές απ’ότι των προγενέστερων, αν αυτό είναι ρεαλισμός ή παραίτηση, υγεία ή απλά ...γείωση.
Μ’άρεσε όμως η έγνοια του για τους φίλους του.
Και ...ντράπηκα, κι εγώ.
Δεν ξέρω.
Ο Δημήτρης έτρεξε ξέπνοος στην αγκαλιά μου.
«Μπαμπά, πάμε να φύγουμε, κουράστηκα..., και πεινάω»...
H κουβέντα όμως δεν άργησε να ξεστρατίσει. Κάποιος, κάτι διάβασε σε μια εφημερίδα, έκανε ένα σχόλιο, κάποιος αντι-σχολίασε, ο τρίτος συμφώνησε, ο τέταρτος διαφώνησε. Το θέμα ήρθε σαν απρόσκλητος επισκέπτης και θρονιάστηκε στο τραπέζι μας: Η ΚΡΙΣΗ.
Τα βλέμματα σύντομα σκοτείνιασαν. Ο ένας γκρίνιαζε για τους φόρους («Είναι απίστευτοι. Μας τιμωρούν τώρα γιατί κάναμε παιδιά. Αλλά ξέρω εγώ γιατί το κάνουν...επειδή τα παιδιά δεν έχουν ...πινακίδες, για να τις καταθέσεις στην κωλο-εφορία τους»), ο άλλος τα ’βαζε με τους «Γερμαναράδες», ο τρίτος με τους «κρατικοδίαιτους συνδικαλιστές», τις συντεχνίες και «τα οργανωμένα συμφέροντα» που «δεν θέλουν να αλλάξει τίποτα στον τόπο αυτό» και συνέχισε πως μόνο «οι ξένοι μπορούν να βάλουν τάξη σ’αυτή τη χώρα» και ότι «καλά κάνουν και μας πιέζουν». «Ναι, καλά μας κάνουν», του είπε ένας από την παρέα, αφού «βρίσκουν και τα κάνουν, και εμείς δεν αντιδρούμε, και αφήνουμε αυτά τα πιόνια, τους πολιτικούς, που τους κρατάνε όλους οι Γερμανοί με τις μίζες της Siemens, να υπογράφουν το ένα μνημόνιο μετά το άλλο, κι εμείς πάμε και τους ξαναψηφίζουμε.... Καλά μας κάνουν». «Γιατί, ρε συ, υπήρχε άλλη λύση; Τι θες δηλαδή, να πτωχεύσουμε και να βγούμε από το ευρώ; Τότε να δεις πείνα, που θα πέσει. Πείνα πραγματική. Ακόμη, δεν έχουμε δει τίποτα....». «Ναι, ενώ τώρα που είμαστε στο ευρώ, μια χαρά είμαστε. Το θέμα, φίλε, δεν είναι να είμαστε στο ευρώ. Το θέμα είναι να...έχουμε ευρώ. Έτσι όπως μας πάνε, θα μας ξεζουμίσουνε, θα τσακίσουν την οικονομία, θα ξεπουλήσουμε τα πάντα και στο τέλος, πάλι θα χρεοκοπήσουμε. Καλύτερα να βγούμε τώρα από το ευρώ μόνοι μας, να πονέσουμε 2-3 χρόνια, αλλά να αρχίσουμε να ανεβαίνουμε μετά». «Τα λες αυτά, γιατί δεν καταλαβαίνεις τι θα πει να φύγουμε τώρα από το ευρώ. Ούτε φάρμακα θα έχουμε, ούτε πετρέλαιο, ούτε τίποτα». «Ναι, ενώ τώρα, έχουμε. Το ξέρεις, ότι στην πολυκατοικία μου φέτος δεν θα ανάψουμε καλοριφέρ; Τι να το κάνω εγώ το ευρώ με 35% ανεργία, τη φτώχεια να θερίζει, και το Μιχαλολιάκο να στρατολογεί απελπισμένους;». «Τι τα θέλετε, ρε παιδιά, μάλλον πρέπει να ετοιμαζόμαστε να την κάνουμε από αυτή την κωλο-χώρα, όσο είναι καιρός». «Και που θα πας, ρε φίλε; Νομίζεις είναι εύκολο. Είναι παντού δύσκολα πια. Άσε, που δεν θα βρεις πουθενά αυτό τον ήλιο». «Δεν ξέρω για μας, αλλά τα παιδιά μας πρέπει να φύγουν. Να σωθούν απ’αυτό το... μπουρδέλο». «Νομίζω, ότι υπερβάλλετε», είπε ο ψύχραιμος της παρέας, «η οικονομία πάντα κύκλους κάνει. Το είχαμε παρακάνει κι εμείς. Ζούσαμε πάνω από τις δυνατότητες μας. Μια φούσκα είχαμε φτιάξει. Θα γίνει μια διόρθωση, θα φύγει ο αέρας από το σύστημα και κουτσά-στραβά θα αρχίσουν να φτιάχνουν τα πράγματα». «Έτσι απότομα, όμως, που φεύγει ο αέρας, φίλε, μας βλέπω να πεθαίνουμε από ασφυξία...»
Και η συζήτηση συνεχιζόταν κάπως έτσι. Χαοτικά, πότε νευρικά, πότε με λίγο χιούμορ, αλλά πάντως χωρίς κατεύθυνση και σίγουρα χωρίς να οδηγείται σε κάποιο συμπέρασμα ή να μας κάνει, έστω και λίγο σοφότερους.
Τον είχα δει, εδώ και κάμποση ώρα. Καθόταν (στο διπλανό τραπέζι) μόνος του, έπινε αργά τον καφέ του, κάπνιζε νωχελικά ένα στριφτό τσιγάρο. Στο ένα αυτί του ένα μικρό λευκό ακουστικό, το χέρι χτυπούσε στο τραπέζι κρατώντας ένα κάποιο ρυθμό, που έδειχνε να τον ευχαριστεί. Το βλέμμα του έμοιαζε να είναι προσηλωμένο κάπου και απλανές ταυτόχρονα. Είχα την αίσθηση ότι παρακολουθούσε την κουβέντα μας, όχι απαραίτητα από ενδιαφέρον.
«Εντάξει, ρε σεις. Εμείς πάλι καλά είμαστε. Τι να πούνε δηλαδή οι 25άρηδες;», αναρωτήθηκε ο Γιάννης.
Εκείνη τη στιγμή σηκώθηκε και πλησίασε στο τραπέζι μας. Μίλησε ήρεμα και χωρίς να βιάζεται.
«Δεν ξέρω για τους άλλους 25άρηδες, αλλά θα σας πω τι λέω εγώ. Εγώ ντρέπομαι. Ντρέπομαι να πω στους φίλους μου ότι παίρνω χίλια ευρώ το μήνα. Από τους δέκα φίλους μου, οι τρεις δουλεύουν και κανένας δεν παίρνει χίλια ευρώ, που παίρνω εγώ. Και δεν είμαι καλύτερος από κανέναν τους. Μάλλον είμαι πιο τυχερός. Δούλευα και παλιά σε σούπερ-μάρκετ, 10ωρο, 6 μέρες τη βδομάδα κι έπαιρνα 5 κατοστάρικα. Τώρα με τα ...χίλια.... Μη το πεις ούτε του παπά, λέω στον εαυτό μου. Μια χαρά είσαι. Ναι, θα’θελα να παίρνω χίλια-πεντακόσια. Σκέφτομαι καμιά φορά, ότι άμα τα’παιρνα, θα μπορούσα να αγοράσω όλο τον κόσμο. Έτσι μου φαίνεται, αλλά δεν γίνεται. Πάλι καλά, λέω. Αλλά, να, ώρες-ώρες ντρέπομαι, ντρέπομαι τα φιλαράκια μου. Γεια χαρά σας.», είπε κι έκανε να φύγει, αλλά σταμάτησε και ξαναγύρισε. «Και που’στε, άμα βγάλετε καμία άκρη, μου λέτε κι εμένα, έτσι;».
Έφυγε αργά, περπάτησε μέχρι το πεζοδρόμιο, καβάλησε ένα ποδήλατο και έστριψε στη γωνία.
Όση ώρα μιλούσε, προσπαθούσα να καταλάβω αν μας κοιτούσε περιφρονητικά, συγκαταβατικά, ζηλόφθονα ή αδιάφορα. Δεν κατάλαβα ακόμη, αν η στάση του έδειχνε ειρωνεία, αισιοδοξία, απαισιοδοξία, απάθεια ή απλά ευθύτητα και ειλικρίνεια (που είναι και το πιθανότερο). Δεν ξέρω αν οι προσδοκίες και οι φιλοδοξίες του -και των παιδιών της γενιάς του- είναι πιο χαμηλές απ’ότι των προγενέστερων, αν αυτό είναι ρεαλισμός ή παραίτηση, υγεία ή απλά ...γείωση.
Μ’άρεσε όμως η έγνοια του για τους φίλους του.
Και ...ντράπηκα, κι εγώ.
Δεν ξέρω.
Ο Δημήτρης έτρεξε ξέπνοος στην αγκαλιά μου.
«Μπαμπά, πάμε να φύγουμε, κουράστηκα..., και πεινάω»...
Εν τέλει Στάμο οι αλήθειες λέγονται καλύτερα μ' αυτόν τον τρόπο, δεν νομίζεις;
ΑπάντησηΔιαγραφήΥΓ Τελικά άλλος είναι storyteller
συμφωνώ και επαυξάνω!
Διαγραφήκαταπληκτικό κείμενο!
τόσα πολλά σε τόσες λίγες γραμμές!
χωρίς αναλύσεις, χωρίς περιγραφές, χωρίς πομπώδεις λέξεις!
η διαφορετικότητα της προσέγγισης, της προσδοκίας, ο φόβος, η αγωνία...
μου άρεσε πάρα πολύ!
Κατερίνα Μάρκου
Φραγκίσκα Μεγαλούδη: Στην Ελλάδα για ένα μήνα...
ΑπάντησηΔιαγραφήhttp://www.theinsider.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=22893:stin-ellada-gia-ena-mina-&catid=101:2011-07-02-12-42-18&Itemid=156
Μακάρι να ντρεπόμασταν όλοι μας...,διότι αν ντρεπόμασταν για ότι ανήθικο κάναμε, δε θα φτάναμε εκεί που φτάσαμε...
ΑπάντησηΔιαγραφήΆλλωστε, πιστεύω το βλέπεις και μέσα στον εργασιακό χώρο, εκεί να δεις σφαγή και τα υπόγεια μαχαιρώματα κάτω από τη καρέκλα...
Λίγο μωρέ, λιγουλάκι αλληλεγύη να δείχναμε όλοι μας και αμέσως η κοινωνία θα τραβήξει προς τα μπρος σε κλάσματα δευτερολέπτου...
Ένας Αθεράπευτος Ρομαντικός...
Μπράβο!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο πρόβλημα είναι ότι η όλη κατάσταση πλάθεται επιδέξια προς όφελος των 15άρηδων που παίρνουν 1000 ευρώ χαρτζιλίκι τη βδομάδα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ νεοκανιβαλισμός επελαύνει...
[η φόρμα του κειμένου δείχνει σταθερή άνοδο της συγγραφικής δεξιότητας]
Κοιτα να δεις.....χαζευοντας στο διαδικτυο βρισκεις και παλιους (με ταλεντα που δεν ηξερες...) φιλους....Σταμο,ομορφα και ευστοχα τα κειμενα σου θα μου επιτρεψεις ομως να σημειωσω οτι μου λειπουν οι αναλυσεις μας για το μοντελου του Αεκτζη και του Βαζελου που γεμιζαν τις ωρες που σκοτωναμε τοτε.....ΚΕΔΑ ΖΟΥΜΠΕΡΙ 1999
ΑπάντησηΔιαγραφήΥ.Γ Θα σου στειλω την ηλεκτρονικη μου διευθυνση....
Είπα στην ψυχή μου, ησύχασε, και πρόσμενε χωρίς ελπίδα
ΑπάντησηΔιαγραφήΓιατί η ελπίδα θάταν ελπίδα για λάθος πράγμα. Πρόσμενε χωρίς αγάπη
Γιατί η αγάπη θάταν αγάπη για λάθος πράγμα. Υπάρχει ακόμα η πίστη
Αλλά η πίστη και η αγάπη και η ελπίδα βρίσκονται όλες στην προσμονή.
Πρόσμενε χωρίς σκέψη, γιατί δεν είσαι έτοιμη για σκέψη:
΄Ετσι το σκοτάδι θα γίνει φως, και χορός η ακινησία.
Ψίθυρος ρυακιών, και χειμωνιάτικη αστραπή.
Το άγριο θυμάρι ανείδωτο και η αγριοφραουλιά,
Το γέλιο στον κήπο, αντήχησε έκσταση
΄Οχι χαμένη, αλλά απαιτητική, δείχνοντας προς την αγωνία
Του θανάτου και της γέννησης.
T.S.Eliot, EAST COKER
ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΟΥ ΟΔ. ΕΛΥΤΗ
ΑπάντησηΔιαγραφήΑναρωτιέμαι μερικές φορές:
Είμαι εγώ που σκέφτομαι καθημερινά ,πως η ζωή μου είναι μία;
Όλοι οι υπόλοιποι το ξεχνούν; Ή πιστεύουν πως θα έχουν κι άλλες, πολλές ζωές, για να κερδίσουν τον χρόνο που σπαταλούν;
Ν' αντικρίζεις τη ζωή με μούτρα. Να περιμένεις την Παρασκευή που θα φέρει το Σάββατο και την Κυριακή για να ζήσεις. Κι ύστερα να μη φτάνει ούτε κι αυτό, να χρειάζεται να περιμένεις τις διακοπές. Και μετά ούτε κι αυτές να είναι αρκετές. Να περιμένεις μεγάλες στιγμές. Να μην τις επιδιώκεις, να τις περιμένεις.
Κι ύστερα να λες πως είσαι άτυχος και πως η ζωή ήταν άδικη μαζί σου.
Και να μη βλέπεις ,πως ακριβώς δίπλα σου συμβαίνουν αληθινές δυστυχίες που η ζωή κλήρωσε σε άλλους ανθρώπους.
Σ' εκείνους που δεν το βάζουν κάτω και αγωνίζονται.
Και να μην μαθαίνεις από το μάθημά τους.
Και να μη νιώθεις καμία φορά ευλογημένος που μπορείς να χαίρεσαι τρία πράγματα στη ζωή σου, την καλή υγεία, δυο φίλους, μια αγάπη, μια δουλειά, μια δραστηριότητα που σε κάνει να αισθάνεσαι ότι δημιουργείς, ότι έχει λόγο η ύπαρξή σου.
Να κλαίγεσαι που δεν έχεις πολλά.
Που κι αν τα είχες, θα ήθελες περισσότερα.
Να πιστεύεις ότι τα ξέρεις όλα και να μην ακούς. Να μαζεύεις λύπες και απελπισίες, να ξυπνάς κάθε μέρα ακόμη πιο βαρύς.
Λες και ο χρόνος σου είναι απεριόριστος.
Κάθε μέρα προσπαθώ να μπω στη θέση σου. Κάθε μέρα αποτυγχάνω.
Γιατί αγαπάω εκείνους που αγαπούν τη ζωή. Και που η λύπη τους είναι η δύναμή τους.
Που κοιτάζουν με μάτια άδολα και αθώα, ακόμα κι αν πέρασε ο χρόνος αδυσώπητος από πάνω τους.
Που γνωρίζουν ότι δεν τα ξέρουν όλα, γιατί δεν μαθαίνονται όλα.
Που στύβουν το λίγο και βγάζουν το πολύ.
Για τους εαυτούς τους και για όσους αγαπούν.
Και δεν κουράζονται να αναζητούν την ομορφιά στην κάθε μέρα, στα χαμόγελα των ανθρώπων, στα χάδια των ζώων, σε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία, σε μια πολύχρωμη μπουγάδα.
Όσο κι αν κανείς προσέχει
όσο κι αν το κυνηγά
πάντα, πάντα θα 'ναι αργά
δεύτερη ζωή δεν έχει.
(από Το Παράπονο, του Οδ. Ελύτη)
Αν το νόημα του κειμένου είναι ότι πρέπει να ντρέπονται όσοι παίρνουν 1000 και να μην το λένε ούτε στους φίλους τους, το κείμενο είναι αντιδραστικό.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑπευθύνεται σε αυτούς που παρ όλη την κρίση και το τσεκούρωμα αισθάνονται βολεμένοι ακόμα και σήμερα και λένε κάτσε στα αυγά σου μην χάσεις ακόμα και τα λίγα που έχεις η ακόμα χειρότερα μην καταλάβει ο διπλανός σου ότι τα έχεις.
Αγαπητέ φίλε, πίστεψε με, δεν είναι αυτό το νόημα του κειμένου.
ΔιαγραφήΓια την ακρίβεια δεν υπάρχει κάποιο νόημα, υπό την έννοια της ανοιχτής ή συγκεκαλυμμένης υπαγόρευσης μιας πολιτικής στάσης ή πολύ περισσότερο μιας πολιτικής γραμμής.
Είναι η αφήγηση ενός, εν πολλοίς, πραγματικού περιστατικού και κάποιες λίγες σκέψεις του γράφοντος με αφορμή το περιστατικό αυτό και οι οποίες δεν νομίζω ότι απηχούν όσα περιγράφεις.
Ευχαριστώ για το σχόλιο σου.