14 Μαρ 2021

Δεν ξέρω τι να παίξω στα παιδιά

 

Ο λόγος περί γενεών, πολλώ μάλλον δε ο  λόγος περί υπαρκτών ή επαπειλούμενων διαγενεακών χασμάτων, ρέπει συχνά προς την απλουστευτική γενίκευση, τις στερεοτυπικές διακρίσεις ή τον ανούσιο μελοδραματικό συναισθηματισμό. Ακόμη συχνότερα διαχωρίζει, χωρίς να διαφωτίζει. Εντούτοις, στην παρούσα συγκυρία, στον βασανιστικά αργό και διαστελλόμενο χωρο-χρόνο της νομοτελειακά επερχόμενης εξόδου από τον σκληρό πυρήνα της πανδημίας, το ζήτημα της υποδόριας διαγενεακής ρηγμάτωσης του κοινωνικού κορμού είναι πιθανότατα υπαρκτό. Και είναι κρίσιμο. 
   
    Η γενιά που γεννήθηκε πέριξ της αυγής του αιώνα, η γενιά των παιδιών μας, όδευσε προς την ενηλικίωσή της μέσα από τις συμπληγάδες της οικονομικής κρίσης και της κατάρρευσης των ψευδαισθητικών βεβαιοτήτων των γονέων τους. Συνειδητοποίησε νωρίς ότι η ανάπτυξη δεν είναι αέναη, η πρόοδος δεν είναι γραμμική, ούτε αυτονόητη, ότι η ουτοπία δεν είναι ανέξοδη. Βίωσε διάψευση των προσδοκιών της, πριν καν τις μορφοποιήσει, υποχρεώθηκε σ' έναν απρόσφορο ενδεχομένως για την ηλικία της πραγματισμό και κλήθηκε να καταβάλει το τίμημα επιλογών που δεν ήταν δικές της. Οι νέοι αυτοί συμπολίτες μας έχουν ασύγκριτα πιο ανηφορικό και ολισθηρό δρόμο να διέλθουν στον βίο τους, σε συνθήκες -και το γνωρίζουν πλέον καλά- δομικής αστάθειας και αβεβαιότητας. Ακόμη και στην πανδημία το μερίδιο συμβολής τους στην προσπάθεια αντιμετώπισής της είναι δυσανάλογα επαχθές. Αν για κάθε ανθρώπινο ον η κοινωνικότητα, η κινητικότητα, η αλληλεπίδραση είναι απαραίτητα για την ψυχοπνευματική του ισορροπία, για τον νέο άνθρωπο είναι ο πυρήνας και η νοηματοδότηση της ύπαρξης του. Ακόμη και σε ηθικό επίπεδο υπάρχει μια προφανής δυσαναλογία: λόγω της πανδημίας καλούνται να στερηθούν περισσότερα αυτοί που κινδυνεύουν λιγότερο. Και δεν στερούνται μόνο κάποιες εξόδους, ταξίδια ή ευκαιρίες διασκέδασης, στερούνται την ολοκληρωμένη εμπειρία των σπουδών τους, στερούνται ευκαιρίες εργασίας, στερούνται το ψυχο-κοινωνικό υπόβαθρο της συγκρότησης της προσωπικότητας τους, στερούνται -ανεπιστρεπτί- μέρος της νιότης τους.

    Το πνιγηρό αίσθημα αδιεξόδου που δημιουργείται στον νεανικό ψυχισμό είναι εύλογο και εν πολλοίς αναμενόμενο. Συν τοις άλλοις, όσο νεότερος είναι κανείς, τόσο εντονότερα και πιο ολοκληρωτικά βιώνει τις ορίζουσες του εκάστοτε - και εν προκειμένω ασφυκτικού- παρόντος του, χωρίς τη δυνατότητα της στωικής και στοχαστικής αποτίμησης που δίνει -ενίοτε- η βιωμένη εμπειρία στους μεγαλύτερους. Και αν "η κοινωνία έχει κουραστεί από την καραντίνα",  όπως ανέμπνευστα επαναλαμβάνουν νυχθημερόν οι πάσης φύσεως δημοσιολογούντες, δεν είναι λογικό οι νέοι να έχουν κουραστεί έτι περισσότερο; Ή/και μπουχτίσει, θυμώσει, οργισθεί; Θα ήταν ενδεχομένως εύλογο, αλλά δεν είναι απολύτως έτσι. Τον τόνο επικοινωνιακά - πολύ περισσότερο στην εποχή της δικτύωσης- δίνουν οι πλέον ακραίες και θορυβώδεις αντιδράσεις. Οι σαραντάρηδες -πλέον- "ημι-πιτσιρικάδες" κουφοντινίστας και το συνονθύλευμα μπαχαλάκηδων και χουλιγκάνων που σε κάθε ευκαιρία επιδιώκουν τη σύγκρουση ως αυτοσκοπό, δεν εκφράζουν και δεν εκπροσωπούν τη σιωπηρή και όντως αγωνιώσα και δυσπραγούσα πλειοψηφία της νεολαίας. Το περισσότερο πλέον -βοηθούσης και της φυσικής και  κοινωνικής αποστασιοποίησης- εγκλωβισμένο στην ψηφιακή του κάψουλα πολιτικό, κομματικό, δημοσιογραφικό σύστημα διεξάγει φαντασιακούς εμφυλίους του πληκτρολογίου σε ένα παράλληλο σύμπαν αυτάρκους και αυτάρεσκης εχθροπάθειας. Οι μεν επιδιώκουν να υποκινήσουν και να εργαλειοποιήσουν μια ανερμάτιστη νεανική ριζοσπαστικοποίηση ονειρευόμενοι τα "νεοδεκεμβριανά" και μια κάποια ρεβάνς, οι δε εξαντλούν τη ρητορική τους στην ανάγκη επιβολής του νόμου και της τάξης, αδυνατώντας να αφουγκραστούν τις πραγματικές αγωνίες των νεότερων. Το θέμα είναι -ως συνήθως- αλλού. Ούτε στον Λιγνάδη, ούτε στον Κουφοντίνα, ούτε σε φαντασιακές χούντες. Το θέμα είναι τα σχολειά, τα πανεπιστήμια, η εργασία, ο νέος κόσμος που ανατέλλει και η θέση των παιδιών μας σ' αυτόν.

   Είναι πολλοί που μιλούν για την ανάγκη ενός νέου αφηγήματος που θα ενώσει, θα συνεγείρει και θα εμψυχώσει την κοινωνία και ειδικότερα το νεανικό της κομμάτι,  και που θα απαντά στις προκλήσεις του 21ου αιώνα και της ψηφιακής εποχής. Σε ένα -όπως πάντα- απολαυστικό του άρθρο στην Καθημερινή της Κυριακής προ ολίγων εβδομάδων, ο καθηγητής Στάθης Καλύβας περιέγραφε προσφυώς ότι η πρώτη εκατονταετία του ελληνικού έθνους κράτους σφραγίσθηκε από το αφήγημα της "Μεγάλης Ιδέας",  της εθνικής ολοκλήρωσης, που στέφθηκε με τον εδαφικό διπλασιασμό του ελληνικού κράτους αλλά και ενταφιάσθηκε με τη μικρασιατική καταστροφή. Μετά το 1922 και για τα επόμενα εκατό χρόνια κυριάρχησε το αφήγημα της οικονομικής ανάπτυξης, της ανόδου του βιοτικού επιπέδου και αργότερα της ευρωπαϊκής ένταξης και του θεσμικού εκσυγχρονισμού. Η περίοδος αυτή έφερε την χώρα από την βαλκανική-οθωμανική καθυστέρηση μεταξύ των πλέον ανεπτυγμένων κρατών του πλανήτη, αλλά και τελείωσε με την -ευτυχώς όχι συντριπτική- χρεοκοπία της προηγούμενης δεκαετίας. Κατά τον Καλύβα, στην αυγή της τρίτης εκατονταετίας του ελληνικού κράτους απαιτείται η αναζήτηση του νέου αφηγήματος, που, όπως έγινε και στο παρελθόν,  θα αφυπνίσει, θα εμπνεύσει και θα συγκινήσει σκιαγραφώντας ένα καινούργιο και ελκυστικό μέλλον. Αν και δεν είμαι ιδιαίτερος θιασώτης των "αφηγημάτων" και διατηρώ ζωηρές επιφυλάξεις για τη δυνατότητα κοινωνικά και εθνικά συνεκτικής λειτουργίας τους σε μια εποχή σαν τη δική μας, αν κάποιο τέτοιο συνεκτικό αφήγημα προκύψει και συν-κινήσει, είμαι βέβαιος ότι δεν θα διατυπωθεί από ανθρώπους της γενιάς μου ή μεγαλύτερους, αλλά πιθανότατα από κάποιους από τους σημερινούς τηλε-εκπαιδευόμενους (επί του παρόντος) φοιτητές καθηγητών σαν τον Καλύβα.

   Κι εμείς λοιπόν; 
  
   Εμείς "τι θα πούμε στα παιδιά;" 

   Νομίζω ότι δεν χρειάζεται να τους πούμε πολλά, ίσως και τίποτα. Μιλήσαμε και μιλάμε αρκετά καθημερινά, συχνά δε πρόκειται για ανούσια ή/και εμπρηστική φλυαρία. Χρειάζεται όμως να κάνουμε πολλά. Απαιτείται να εστιάσουμε την προσπάθειά μας στην αποτελεσματική διαχείριση του παρόντος και τη στοχευμένη προετοιμασία του μέλλοντος. Οφείλουμε να τερματίσουμε τις άγονες συγκρούσεις θεματικής περασμένων δεκαετιών για τα αυτονόητα και να σχεδιάσουμε με προνοητικότητα και ευελιξία το περιβάλλον εκείνο (σε σχολεία, πανεπιστήμια, εργασία, επιχειρήσεις) που θα δώσει στους νεότερους τα εφόδια και τις ευκαιρίες να αντιμετωπίσουν τις αδιανόητα περίπλοκες προκλήσεις ενός κόσμου ψηφιακού, τεχνητής νοημοσύνης, απόλυτα διασυνδεμένου σε πλανητικό επίπεδο, επισφαλούς και διαρκώς μεταβαλλόμενης εργασιακής κουλτούρας, περιβαλλοντικής κρίσης. Να τους δημιουργήσουμε τον χώρο και τις προοπτικές για να δημιουργήσουν και να προκόψουν.  

    Και θα το κάνουν.

Υ.Γ. Ο τίτλος του κειμένου είναι προφανώς δανεισμένος από τον στίχο του αειθαλούς Διονύση Σαββόπουλου

4 σχόλια:

  1. Σταμο, περιμενα χρονια να διαβασω τις σκεψεις σου και χαιρομαι που επιτελους εμφανιστηκε το σημερινο αρθρο σου που διαβασα μονορουφι.
    Περα απο τις εξαιρετικα ενδιαφερουσες αποψεις σου και τη γραφη υψηλου επιπεδου, εχω την αισθηση οτι καπου "λειπει ο ξενοδοχος".
    Εννοω οτι εστιαζεις σε σχεσεις μεταξυ ηλικιακων/κοινωνικων ομαδων, χωρις ομως αναφορα στα ευρυτερα πλαισια της κοινωνικης συνυπαρξης και σε αυτους που τα ρυθμιζουν ολο και περισσοτερο χωρις δικη μας συμμετοχη, σε εθνικη και υπερεθνικη κλιμακα.
    Πραγματικα, ειναι ενα πολυ ενδιαφερον ερωτημα το πώς θα αντιδρασουν οι σημερινοι νεοι οτ-αν αντιληφθουν τις προθεσεις των βοσκων μας…

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Στάμο, να συνεχίσεις να γράφεις… Μπορεί να μην δίνει λύσεις – αλλά ένα τρόπο να σκεφτόμαστε τα προβλήματα συλλογικά και με το βλέμμα στο μέλλον – κι αυτό είναι πάντα μεγάλο… και κομμάτι νέων προσπαθειών για λύσεις …
    Θα προσθέσω ένα στίχο από ένα άλλο τραγούδι – επίσης πολυαγαπημένο όσο κι αυτό που ανέφερες

    υπερασπίσου το παιδί
    γιατί αν γλιτώσει το παιδί
    υπάρχει ελπίδα
    (Παύλος Σιδηρόπουλος, Κάποτε θα ρθουν να σου πουν..)

    ΑπάντησηΔιαγραφή