Η Α.Ε.Κ. είναι ιδέα και οι ιδέες δεν αποθνήσκουν
ποτέ.
Οικουμενικός Πατριάρχης
Η σοβαρότητα είναι το μόνο καταφύγιο του ρηχού ανθρώπου
Oscar Wilde
Ωριμότητα του ανθρώπου είναι να ξαναβρίσκει τη σοβαρότητα, που είχε παιδί, όταν έπαιζε
Friedrich Nietzsche
Με ρωτούν συχνά καλοί φίλοι (άνθρωποι δηλαδή, που γνωρίζουν τα πάθη μου), πως είναι δυνατόν, να μην έχω γράψει κάτι για την Α.Ε.Κ.. Την απάντηση στο ερώτημα, πιθανώς δεν τη γνωρίζω πλήρως, αλλά υποθέτω ότι τελικά, αφ'ενός μου είναι δύσκολο να γράψω νηφάλια και κατά τεκμήριο αντικειμενικά (όπως συνήθως επιδιώκω στον γραπτό λόγο) για θέματα που μου προκαλούν έντονη συναισθηματική φόρτιση και αφ'ετέρου η όλο και επιδεινούμενη πορεία της ομάδας, μια πορεία που την έχει φέρει πλέον στο χείλος του γκρεμού, κάνει το θέμα ιδιαίτερα δυσάρεστο για έναν οπαδό της, και άρα δε θέλει και πολλές-πολλές κουβέντες γι'αυτό και πολύ περισσότερο να γράφει και σχετικά άρθρα. Γυρνώντας όμως σπίτι προ ημερών, άκουσα στο ραδιόφωνο, παράλληλα με την είδηση της δραματικής έκκλησης του νυν προέδρου της Π.Α.Ε. για άμεση οικονομική της ενίσχυση για να αποφευχθεί ο υποβιβασμός της, ότι συμπληρώθηκαν 35 χρόνια από το βράδυ της 16ης Μαρτίου 1977, το βράδυ μιας πραγματικά επικής πρόκρισης στα ημιτελικά του κυπέλλου UEFA επί της αγγλικής Q.P.R. με ανατροπή μιας ήττας 3-0 στην Αγγλία με νίκη με το ίδιο σκορ στην Ν. Φιλαδέλφεια και επικράτηση με 7-6 στα πέναλτυ, το βράδυ, που στα εξίμισυ μου χρόνια συνειδητοποιούσα, ότι αυτή θα ήταν η ομάδα της καρδιάς μου (γεγονός που επιβεβαιώνει την εκτίμηση ότι μια σημαντική επιτυχία μιας ομάδας, όταν μάλιστα επιτυγχάνεται κόντρα στις προβλέψεις και με δραματικό τρόπο, «στρατολογεί» ευκολότερα νέους οπαδούς από την πατρική επιθυμία, το «ψηστήρι» του νονού ή την πλειοψηφική τάση στην αυλή του σχολείου).
(Βίντεο των τριών γκολ εκείνης της βραδυάς)
[Και ένα βίντεο για τη συνολική πορεία στην Ευρώπη εκείνη τη χρονιά,
ακούγονται στην περιγραφή οι Β. Φουντουκίδης και Γ. Διακογιάννης και υπάρχουν και
οι αποκρούσεις των πέναλτυ του N. Χρηστίδη (3΄53΄΄) στη ρεβάνς με την QPR, που δεν
περιλαμβάνονταν στο πρώτο βίντεο]
Κάπου εδώ (ίσως και αρκετά νωρίτερα, εδώ που τα λέμε), οι «σοβαροί» αναγνώστες και όσοι θεωρούν την ενασχόληση με το ποδόσφαιρο και τις ομάδες άσκοπο χάσιμο χρόνου και ανούσιο παιδιάρισμα, θα έχουν, φαντάζομαι, εγκαταλείψει την ανάγνωση του και θα έχουμε απομείνει οι χαϊδευτικά αλληλοαποκαλούμενοι «άρρωστοι».
Είμαι λοιπόν ΑΕΚτζής. Είναι δε γνωστό, ότι ιδεολογίες, τυχόν κομματικές εντάξεις, φιλοσοφικές προσεγγίσεις, υπηκοότητες, θρησκεύματα αλλάζουν ή μπορεί να αλλάξουν, αλλά ομάδα στην πραγματικότητα δεν αλλάζει ποτέ κανείς.
Βρίσκω εύστοχο τον παραλληλισμό που κάνουν πολλοί τελευταία (αναφερόμενοι στα οικονομικά αδιέξοδα) της Α.Ε.Κ. με την Ελλάδα. Πράγματι η υπερχρέωση, η απουσία σοβαρών εσόδων, η εν γένει δραματική οικονομική κατάσταση αμφοτέρων φαίνεται να απειλούν την ίδια τους την ύπαρξη. Προεκτείνοντας κανείς τη λογική αυτής της σύγκρισης, θα μπορούσε να αναφέρει και άλλα πολλά κοινά σημεία. H A.E.K. είναι μια ομάδα προσφύγων, η Ελλάδα είναι μια χώρα με πολλούς πρόσφυγες ή πλέον απογόνους προσφύγων, αλλά και γενέθλιος χώρα μεταναστών (σε παλαιότερες δεκαετίες), υποδοχής μεταναστών (τις δύο προηγηθείσες δεκαετίες) και εσχάτως στην κρίση αντιμέτωπη με το ενδεχόμενο νέας μεταναστευτικής αιμορραγίας (νέων επιστημόνων κυρίως, αυτή τη φορά). Σύμβολο της ομάδας ο δικέφαλος αετός του Βυζαντίου, δεκάδες χιλιάδες οι σελίδες που έχουν γραφθεί για να αναλύσουν τον ιδιότυπο πολιτιστικό, πολιτικό, ιδεολογικό, βιοφιλοσοφικό διχασμό του νεοελληνικού κρατιδίου: τον ένα μας μάτι στραμμένο στη Δύση, το άλλο καθηλωμένο στην καθ’ημάς Ανατολή (πως το λέει ο Σαββόπουλος ; : «Φιλότεχνοι κι αλλήθωροι προς κάποια δύση πάντα, που παραμόρφωσε γενιές, παλιά κι απ’ το τριάντα, την ώρα που το μέσα μας κοβόταν σαν διαμάντι, στου Καζαντζίδη το λυγμό και του Παπαδιαμάντη»). Στο θυμικό των οπαδών της Ένωσης, συχνά στην προσέγγιση των διοικήσεων της, εν τέλει στο DNA της ως οργανισμού, υπάρχει βαθειά χαραγμένο ένα μείγμα αλυτρωτισμού, αισθήματος μόνιμης αδικίας, μοιρολατρίας και «γλυκειάς» μιζέριας που συνυπάρχει με μια βεβαιότητα παραγνωρισμένης αγωνιστικής και ηθικής υπεροχής, ενώ κάπως ανάλογη είναι και η προσέγγιση πολλών συμπατριωτών μας για τη χώρα μας και τη θέση της στο διεθνές και ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Την αίσθηση ότι είμαστε «έθνος ανάδελφον» (όπως έλεγε και ένας πρώην πρόεδρος της δημοκρατίας), μαζί με μια ροπή προς τη συνωμοσιολογία (όπου όλες οι μεγάλες δυνάμεις υποτίθεται πως υπονομεύουν το «μεγαλείο του ελληνισμού»), την έχει παγίως και μεγάλο μέρος του ενωσίτικου «λαού», με τους Ολυμπιακό και Παναθηναϊκό στον ρόλο των μεγάλων δυνάμεων, των Αμερικανών, των Γερμανών, των Εβραίων...
Α.Ε.Κ. και Ελλάδα μοιράζονται την τάση διαρκούς διχασμού στις τάξεις τους, συνήθως σε σχέση με ένα πρόσωπο που προκαλεί έντονα πάθη (Ντ. Μπάγεβιτς, Ντ. Νικολαϊδης, Ελ. Βενιζέλος, Αν. Παπανδρέου) και μοιραία σχεδόν ρέπουν προς τον μεσσιανισμό, όπου ένας μυθοποιημένος στην προσδοκία του ηγέτης αναμένεται ως παράκλητος ή από μηχανής θεός να φέρει τη σωτηρία («Τίγρης», Ντ. Μπάγεβιτς ή Ντ. Νικολαϊδης (ξανά), Κωνσταντίνος Καραμανλής (ή τανκς), Παπαδήμος, μέχρι και ....Πούτιν. Κοινή υπήρξε επίσης η αδυναμία χρηστής και νοικοκυρεμένης διοίκησης και διαχείρησης των οικονομικών, κοινή η αδυναμία σχεδιασμένης και μακροχρόνιας εκμετάλλευσης των συγκριτικών πλεονεκτημάτων, κοινή η ανυπαρξία διαμόρφωσης ενός οργανωμένου παραγωγικού μοντέλου (στην περίπτωση της Α.Ε.Κ. ποδοσφαιρικών ταλέντων από τα σπλάχνα της), κοινός ο εφησυχασμός στις ημέρες των παχέων αγελάδων, κοινή η έλλειψη κουλτούρας οικοδόμησης στις επιτυχίες και ψύχραιμης αντίδρασης στις αποτυχίες. Κοινές τέλος οι σποραδικές ανέλπιστες νίκες, αυτό που λέμε, νίκες «περισσεύματος ψυχής», που μασκαρεύουν για λίγο καιρό μια εν πολλοίς συνεχή πορεία έκπτωσης και παρακμής. Ο κατάλογος θα μπορούσε να συνεχισθεί, αλλά νομίζω ότι πλατύασα αρκετά.
Ένας φίλος συνηθίζει να λέει (και παρότι «γάβρος», νομίζω ότι έχει δίκιο), ότι η ενασχόληση με το ποδόσφαιρο και μάλιστα με την ιδιότητα του οπαδού έχει τόσο μεγάλη απήχηση γιατί προσφέρει τη δυνατότητα ανέξοδης (σχεδόν) ένταξης. Οι περισσότεροι άνθρωποι (παρά τις ενδεχόμενες αντιρρήσεις των ακραιφνών φιλελευθέρων, που εξιδανικεύουν την μοναχική-αυτόνομη πορεία του ανθρώπου-ατόμου) έχουν την ανάγκη να αισθάνονται ότι είναι μέλη ενός συνόλου, μιας κοινότητας ανθρώπων με τους οποίους μοιράζονται κοινά ιδεώδη (υπό την ευρεία έννοια) και την πίστη σε κάτι που τους υπερβαίνει. Με τις περισσότερες ιδεολογίες να έχουν χάσει την αίγλη τους, με την πολιτική και τα κόμματα να στερούνται αξιοπιστίας, με την αδυναμία της Εκκλησίας να προσεγγίσει τον σύγχρονο μετανεωτερικό άνθρωπο και τις αγωνίες του, πολλοί στρέφονται στο αίσθημα ανήκειν που προσφέρει ο οπαδισμός (άλλωστε η ομάδα δεν σου ζητά, ούτε έναν στριφνό κώδικα ηθικής να ακολουθείς, όπως μια θρησκεία, ούτε στο εκτελεστικό απόσπασμα να πας, όπως παλαιότερα ένα κόμμα-ιδεολογία, ούτε το αίμα σου να δώσεις για τη δόξα της πατρίδας). Το πρόβλημα με τον οπαδισμό, (όπως και με κάθε -ισμό), είναι ότι, όταν καταλάβει τον ψυχισμό και τη σκέψη, ο άνθρωπος χάνει στην πραγματικότητα την ελευθερία του, γίνεται σκλάβος του φανατισμού του. Ή πιο απλά: όταν το ποδόσφαιρο παύει να είναι παιχνίδι (...άρα κάτι πάρα πολύ σοβαρό, κατά τον Νίτσε), τότε γίνεται πεδίο εκδήλωσης και εκτόνωσης κάθε είδους συμπλεγμάτων και ψυχοπαθολογίας .
Ο Γ. Σεφέρης έγραψε: «όπου και να πάω, η Ελλάδα με πληγώνει», και οι πιστοί και πονεμένοι οπαδοί, όπως οι ΑΕΚτζήδες τραγουδούν συχνά: «όσο με πληγώνεις, τόσο με πορώνεις».
Άλλωστε, η Α.Ε.Κ. είναι γυναίκα. Μια όμορφη, δύστροπη, γοητευτική γυναίκα...
ποτέ.
Οικουμενικός Πατριάρχης
Η σοβαρότητα είναι το μόνο καταφύγιο του ρηχού ανθρώπου
Oscar Wilde
Ωριμότητα του ανθρώπου είναι να ξαναβρίσκει τη σοβαρότητα, που είχε παιδί, όταν έπαιζε
Friedrich Nietzsche
Με ρωτούν συχνά καλοί φίλοι (άνθρωποι δηλαδή, που γνωρίζουν τα πάθη μου), πως είναι δυνατόν, να μην έχω γράψει κάτι για την Α.Ε.Κ.. Την απάντηση στο ερώτημα, πιθανώς δεν τη γνωρίζω πλήρως, αλλά υποθέτω ότι τελικά, αφ'ενός μου είναι δύσκολο να γράψω νηφάλια και κατά τεκμήριο αντικειμενικά (όπως συνήθως επιδιώκω στον γραπτό λόγο) για θέματα που μου προκαλούν έντονη συναισθηματική φόρτιση και αφ'ετέρου η όλο και επιδεινούμενη πορεία της ομάδας, μια πορεία που την έχει φέρει πλέον στο χείλος του γκρεμού, κάνει το θέμα ιδιαίτερα δυσάρεστο για έναν οπαδό της, και άρα δε θέλει και πολλές-πολλές κουβέντες γι'αυτό και πολύ περισσότερο να γράφει και σχετικά άρθρα. Γυρνώντας όμως σπίτι προ ημερών, άκουσα στο ραδιόφωνο, παράλληλα με την είδηση της δραματικής έκκλησης του νυν προέδρου της Π.Α.Ε. για άμεση οικονομική της ενίσχυση για να αποφευχθεί ο υποβιβασμός της, ότι συμπληρώθηκαν 35 χρόνια από το βράδυ της 16ης Μαρτίου 1977, το βράδυ μιας πραγματικά επικής πρόκρισης στα ημιτελικά του κυπέλλου UEFA επί της αγγλικής Q.P.R. με ανατροπή μιας ήττας 3-0 στην Αγγλία με νίκη με το ίδιο σκορ στην Ν. Φιλαδέλφεια και επικράτηση με 7-6 στα πέναλτυ, το βράδυ, που στα εξίμισυ μου χρόνια συνειδητοποιούσα, ότι αυτή θα ήταν η ομάδα της καρδιάς μου (γεγονός που επιβεβαιώνει την εκτίμηση ότι μια σημαντική επιτυχία μιας ομάδας, όταν μάλιστα επιτυγχάνεται κόντρα στις προβλέψεις και με δραματικό τρόπο, «στρατολογεί» ευκολότερα νέους οπαδούς από την πατρική επιθυμία, το «ψηστήρι» του νονού ή την πλειοψηφική τάση στην αυλή του σχολείου).
(Βίντεο των τριών γκολ εκείνης της βραδυάς)
[Και ένα βίντεο για τη συνολική πορεία στην Ευρώπη εκείνη τη χρονιά,
ακούγονται στην περιγραφή οι Β. Φουντουκίδης και Γ. Διακογιάννης και υπάρχουν και
οι αποκρούσεις των πέναλτυ του N. Χρηστίδη (3΄53΄΄) στη ρεβάνς με την QPR, που δεν
περιλαμβάνονταν στο πρώτο βίντεο]
Κάπου εδώ (ίσως και αρκετά νωρίτερα, εδώ που τα λέμε), οι «σοβαροί» αναγνώστες και όσοι θεωρούν την ενασχόληση με το ποδόσφαιρο και τις ομάδες άσκοπο χάσιμο χρόνου και ανούσιο παιδιάρισμα, θα έχουν, φαντάζομαι, εγκαταλείψει την ανάγνωση του και θα έχουμε απομείνει οι χαϊδευτικά αλληλοαποκαλούμενοι «άρρωστοι».
Είμαι λοιπόν ΑΕΚτζής. Είναι δε γνωστό, ότι ιδεολογίες, τυχόν κομματικές εντάξεις, φιλοσοφικές προσεγγίσεις, υπηκοότητες, θρησκεύματα αλλάζουν ή μπορεί να αλλάξουν, αλλά ομάδα στην πραγματικότητα δεν αλλάζει ποτέ κανείς.
Βρίσκω εύστοχο τον παραλληλισμό που κάνουν πολλοί τελευταία (αναφερόμενοι στα οικονομικά αδιέξοδα) της Α.Ε.Κ. με την Ελλάδα. Πράγματι η υπερχρέωση, η απουσία σοβαρών εσόδων, η εν γένει δραματική οικονομική κατάσταση αμφοτέρων φαίνεται να απειλούν την ίδια τους την ύπαρξη. Προεκτείνοντας κανείς τη λογική αυτής της σύγκρισης, θα μπορούσε να αναφέρει και άλλα πολλά κοινά σημεία. H A.E.K. είναι μια ομάδα προσφύγων, η Ελλάδα είναι μια χώρα με πολλούς πρόσφυγες ή πλέον απογόνους προσφύγων, αλλά και γενέθλιος χώρα μεταναστών (σε παλαιότερες δεκαετίες), υποδοχής μεταναστών (τις δύο προηγηθείσες δεκαετίες) και εσχάτως στην κρίση αντιμέτωπη με το ενδεχόμενο νέας μεταναστευτικής αιμορραγίας (νέων επιστημόνων κυρίως, αυτή τη φορά). Σύμβολο της ομάδας ο δικέφαλος αετός του Βυζαντίου, δεκάδες χιλιάδες οι σελίδες που έχουν γραφθεί για να αναλύσουν τον ιδιότυπο πολιτιστικό, πολιτικό, ιδεολογικό, βιοφιλοσοφικό διχασμό του νεοελληνικού κρατιδίου: τον ένα μας μάτι στραμμένο στη Δύση, το άλλο καθηλωμένο στην καθ’ημάς Ανατολή (πως το λέει ο Σαββόπουλος ; : «Φιλότεχνοι κι αλλήθωροι προς κάποια δύση πάντα, που παραμόρφωσε γενιές, παλιά κι απ’ το τριάντα, την ώρα που το μέσα μας κοβόταν σαν διαμάντι, στου Καζαντζίδη το λυγμό και του Παπαδιαμάντη»). Στο θυμικό των οπαδών της Ένωσης, συχνά στην προσέγγιση των διοικήσεων της, εν τέλει στο DNA της ως οργανισμού, υπάρχει βαθειά χαραγμένο ένα μείγμα αλυτρωτισμού, αισθήματος μόνιμης αδικίας, μοιρολατρίας και «γλυκειάς» μιζέριας που συνυπάρχει με μια βεβαιότητα παραγνωρισμένης αγωνιστικής και ηθικής υπεροχής, ενώ κάπως ανάλογη είναι και η προσέγγιση πολλών συμπατριωτών μας για τη χώρα μας και τη θέση της στο διεθνές και ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Την αίσθηση ότι είμαστε «έθνος ανάδελφον» (όπως έλεγε και ένας πρώην πρόεδρος της δημοκρατίας), μαζί με μια ροπή προς τη συνωμοσιολογία (όπου όλες οι μεγάλες δυνάμεις υποτίθεται πως υπονομεύουν το «μεγαλείο του ελληνισμού»), την έχει παγίως και μεγάλο μέρος του ενωσίτικου «λαού», με τους Ολυμπιακό και Παναθηναϊκό στον ρόλο των μεγάλων δυνάμεων, των Αμερικανών, των Γερμανών, των Εβραίων...
Α.Ε.Κ. και Ελλάδα μοιράζονται την τάση διαρκούς διχασμού στις τάξεις τους, συνήθως σε σχέση με ένα πρόσωπο που προκαλεί έντονα πάθη (Ντ. Μπάγεβιτς, Ντ. Νικολαϊδης, Ελ. Βενιζέλος, Αν. Παπανδρέου) και μοιραία σχεδόν ρέπουν προς τον μεσσιανισμό, όπου ένας μυθοποιημένος στην προσδοκία του ηγέτης αναμένεται ως παράκλητος ή από μηχανής θεός να φέρει τη σωτηρία («Τίγρης», Ντ. Μπάγεβιτς ή Ντ. Νικολαϊδης (ξανά), Κωνσταντίνος Καραμανλής (ή τανκς), Παπαδήμος, μέχρι και ....Πούτιν. Κοινή υπήρξε επίσης η αδυναμία χρηστής και νοικοκυρεμένης διοίκησης και διαχείρησης των οικονομικών, κοινή η αδυναμία σχεδιασμένης και μακροχρόνιας εκμετάλλευσης των συγκριτικών πλεονεκτημάτων, κοινή η ανυπαρξία διαμόρφωσης ενός οργανωμένου παραγωγικού μοντέλου (στην περίπτωση της Α.Ε.Κ. ποδοσφαιρικών ταλέντων από τα σπλάχνα της), κοινός ο εφησυχασμός στις ημέρες των παχέων αγελάδων, κοινή η έλλειψη κουλτούρας οικοδόμησης στις επιτυχίες και ψύχραιμης αντίδρασης στις αποτυχίες. Κοινές τέλος οι σποραδικές ανέλπιστες νίκες, αυτό που λέμε, νίκες «περισσεύματος ψυχής», που μασκαρεύουν για λίγο καιρό μια εν πολλοίς συνεχή πορεία έκπτωσης και παρακμής. Ο κατάλογος θα μπορούσε να συνεχισθεί, αλλά νομίζω ότι πλατύασα αρκετά.
Ένας φίλος συνηθίζει να λέει (και παρότι «γάβρος», νομίζω ότι έχει δίκιο), ότι η ενασχόληση με το ποδόσφαιρο και μάλιστα με την ιδιότητα του οπαδού έχει τόσο μεγάλη απήχηση γιατί προσφέρει τη δυνατότητα ανέξοδης (σχεδόν) ένταξης. Οι περισσότεροι άνθρωποι (παρά τις ενδεχόμενες αντιρρήσεις των ακραιφνών φιλελευθέρων, που εξιδανικεύουν την μοναχική-αυτόνομη πορεία του ανθρώπου-ατόμου) έχουν την ανάγκη να αισθάνονται ότι είναι μέλη ενός συνόλου, μιας κοινότητας ανθρώπων με τους οποίους μοιράζονται κοινά ιδεώδη (υπό την ευρεία έννοια) και την πίστη σε κάτι που τους υπερβαίνει. Με τις περισσότερες ιδεολογίες να έχουν χάσει την αίγλη τους, με την πολιτική και τα κόμματα να στερούνται αξιοπιστίας, με την αδυναμία της Εκκλησίας να προσεγγίσει τον σύγχρονο μετανεωτερικό άνθρωπο και τις αγωνίες του, πολλοί στρέφονται στο αίσθημα ανήκειν που προσφέρει ο οπαδισμός (άλλωστε η ομάδα δεν σου ζητά, ούτε έναν στριφνό κώδικα ηθικής να ακολουθείς, όπως μια θρησκεία, ούτε στο εκτελεστικό απόσπασμα να πας, όπως παλαιότερα ένα κόμμα-ιδεολογία, ούτε το αίμα σου να δώσεις για τη δόξα της πατρίδας). Το πρόβλημα με τον οπαδισμό, (όπως και με κάθε -ισμό), είναι ότι, όταν καταλάβει τον ψυχισμό και τη σκέψη, ο άνθρωπος χάνει στην πραγματικότητα την ελευθερία του, γίνεται σκλάβος του φανατισμού του. Ή πιο απλά: όταν το ποδόσφαιρο παύει να είναι παιχνίδι (...άρα κάτι πάρα πολύ σοβαρό, κατά τον Νίτσε), τότε γίνεται πεδίο εκδήλωσης και εκτόνωσης κάθε είδους συμπλεγμάτων και ψυχοπαθολογίας .
Ο Γ. Σεφέρης έγραψε: «όπου και να πάω, η Ελλάδα με πληγώνει», και οι πιστοί και πονεμένοι οπαδοί, όπως οι ΑΕΚτζήδες τραγουδούν συχνά: «όσο με πληγώνεις, τόσο με πορώνεις».
Άλλωστε, η Α.Ε.Κ. είναι γυναίκα. Μια όμορφη, δύστροπη, γοητευτική γυναίκα...
Λυπάμαι, αλλά το ποδόσφαιρο ως άθλημα με αφήνει παγερά αδιάφορο. Πόσο μάλλον η οπαδοποίηση αυτή. Άσε που ουσιαστικά η ιδέα χάθηκε κάτω από το βάρος ενός άλφα (Α) κι ενός έψιλον (Έ) πίσω από το πι (Π).
ΑπάντησηΔιαγραφήΣταμάτη τα χάλια του ελληνικού ποδοσφαίρου , με το πακέτο παράγοντες-χούλιγκανς-οικονομικά συμφέροντα , είναι γνωστά σε όλους . Δυστυχώς η εμπορευματοποίηση και η προσπάθεια προβολής μέσω αυτών διαφόρων μεγιστάνων του πλούτου ,το έχει ρίξει χαμηλά. Ναι, η πραγματική ομάδα είναι ιδέα και διαθέτει ψυχή και πνεύμα . Η ομάδα της ΑΕΚ επί Φάντροκ νομίζω , με αρχηγό τον Νικολάου, και η Λίβερπουλ της δεκαετίας του 70 ήταν Ομάδες . Τα παραδείγματα είναι πολλά . Γράφεις πολύ ωραία και λυπάμαι που δεν είσαι Πανάθα ...
ΑπάντησηΔιαγραφήΑφήστε τη να «φύγει» αξιοπρεπώς. Από τον Νίκο Τζιανίδη
ΑπάντησηΔιαγραφή