16 Ιαν 2013

Η μυωπική εξομοίωση των «άκρων»


Κανείς δεν μπορεί να σκέφτεται και να χτυπάει κάποιον την ίδια στιγμή.

Suzan Sontag, Αμερικανίδα συγγραφέας

Το μόνο που χρειάζεται το κακό για να πετύχει είναι οι ευπρεπείς να μείνουν αδρανείς.

Edmund Burke, Iρλανδός πολιτικός, συγγραφέας, φιλόσοφος (1729-1797)

Όταν το παρελθόν δεν φωτίζει το μέλλον, το 
                                                                                    παρόν σκοτεινιάζει. 
                                                                       
                                                              Alexis de Tocqueville, Γάλλος πολιτικός διανοητής

Εδώ και μήνες, και ειδικά μετά τα αποτελέσματα των διαδοχικών βουλευτικών εκλογών του προηγουμένου έτους -και τις εκπλήξεις(;) που αυτά έκρυβαν- πολλοί φιλελεύθεροι -κυρίως- αρθρογράφοι, διανοούμενοι, δημοσιογράφοι και πολιτικοί έχουν εισάγει στον δημόσιο διάλογο τη θεωρία των «άκρων» και την πρακτική της εξίσωσης ή/και της εξομοίωσης τους, σε μια υποτιθέμενη λογική διμέτωπου αγώνα υπεράσπισης των αρχών και των αξιών του κοινοβουλευτισμού, της αστικής δημοκρατίας και της συνταγματικής έννομης τάξης, έναντι όσων ακραίων πολιτικών σχηματισμών φέρονται να τις αντιστρατεύονται. Πιο συγκεκριμένα, δεν είναι λίγοι αυτοί οι οποίοι εξομοιώνουν τις «ακραίες» αντιλήψεις του κόμματος της μείζονος αντιπολίτευσης με τον νεοεισελθόντα στο κοινοβούλιο ναζιστικό σχηματισμό της Χρυσής Αυγής, και εκφράσεις όπως... το «φαιοκόκκινο μέτωπο» ή ακόμα και... οι «Συριζαυγίτες», χρησιμοποιούνται και γράφονται όλο και συχνότερα. Η επιχειρούμενη τεκμηρίωση αυτής της ισοπεδωτικής προσέγγισης περιλαμβάνει ιδεολογικο-φιλοσοφικές αναλύσεις και παραλληλισμούς της αντιδημοκρατικής και ανελεύθερης φύσης του φασισμού και του κομμουνισμού, ιστορικές αναφορές στα εγκλήματα του ναζισμού και του σταλινισμού και -πρωτίστως- την υπενθύμιση ότι η βία και η ανομία στη χώρα μας προέρχονται και από την ακροδεξιά και από την ακροαριστερά (ίσως δε,... κυρίως από την ακροαριστερά).

   Η εκτίμηση μου είναι, ότι η επιχειρούμενη αυτή εξομοίωση των «άκρων» είναι αμετροεπής και ενδεχομένως επικίνδυνη. Εξυπηρετεί -πιθανότατα- συγκεκριμένες πολιτικές επιδιώξεις και κομματικούς σχεδιασμούς, αλλά δεν παύει να αναδεικνύει θολή ιστορική ματιά και μυωπική πολιτική οπτική.

     Είναι μάλλον κοινώς παραδεκτό ότι η Αριστερά (παρά την ήττα της στον εμφύλιο πόλεμο, ή ενδεχομένως και λόγω αυτής) είχε κατορθώσει εν πολλοίς να επικρατήσουν στην ελληνική κοινωνία ένα μεγάλο μέρος των ιδεολογικών, αξιακών και ηθικών ακόμη αντιλήψεων της.  Ιδιαίτερα στα χρόνια της μεταπολίτευσης η ενοχική -εν τέλει- για την πρακτικά ανύπαρκτη αντίσταση της στη δικτατορία κοινωνία ασπάσθηκε στη μεγάλη της πλειοψηφία μια ψευδο-ριζοσπαστική εκδοχή αριστερόστροφου λαϊκισμού, μυθοποίησε την λεγόμενη «γενιά του Πολυτεχνείου» και τις επαναστατικές της περγαμηνές (ως άλλοθι για την επιδειχθείσα ανοχή στη χούντα) και ανέχθηκε την καλλιέργεια και τη  σταδιακή επικράτηση πρακτικών βίαιου ακτιβισμού, παραβίασης της νομιμότητας και παραβατικότητας αρκεί να είχαν ένα αριστερό ή αριστερίστικο ιδεολογικό περίβλημα (πραγματικό ή ψευδεπίγραφο). Μια συγκεκριμένη κουλτούρα και αισθητική  υποτιθέμενων «λαϊκών αγώνων» αναπτύχθηκε και επιβλήθηκε δικαιολογώντας και «αγιοποιώντας» καταλήψεις σχολείων, πανεπιστημίων και δημοσίων κτιρίων, αποκλεισμούς εθνικών οδών, προπηλακισμούς πολιτικών αντιπάλων. Μέχρι και οι στυγνές δολοφονίες της εγχώριας τρομοκρατίας, αυτής της θλιβερής καρικατούρας του «αντάρτικου πόλεων», αντιμετωπίζονταν (τουλάχιστον στις δεκαετίες του '70 και του '80) συγκαταβατικά από μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας.

   Ο πολιτικός χώρος που υποτίθεται πως διαδέχθηκε ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α., ο χώρος της ανανεωτικής αριστεράς (ΚΚΕ εσ., Ε.ΑΡ., Συνασπισμός) πολιτικά, ιδεολογικά και αισθητικά κινούνταν επί δεκαετίες σε ένα διαφορετικό μήκος κύματος. Επιδείκνυε σεβασμό στους θεσμούς και τη δημοκρατική νομιμότητα, απέφευγε τις λαϊκίστικες κορώνες, εξέφραζε λόγο μετριοπαθή και αποδοκίμαζε απερίφραστα τη βία. Ίσως γι'αυτό ήταν ένας πολιτικός χώρος με πολλές συμπάθειες, περισσότερες φιλοφρονήσεις και πολύ λίγες ψήφους...
Από την εκλογή Αλαβάνου στην ηγεσία του Συνασπισμού το στίγμα άλλαξε. Αριστερίστικος βερμπαλισμός, ερωτοτροπία με ακτιβιστικά γκρουπούσκουλα της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, όσμωση με αναρχοαυτόνομες ομάδες, παροχή πολιτικής κάλυψης σε χουλιγκανικές πρακτικές πολιτικής «δράσης». Στη γραμμή αυτή κινήθηκε και ο Τσίπρας, ως γνήσιο πολιτικό τέκνο του μέντορα του (άσχετα αν «ενηλικιώθηκε» πολιτικά με την «πατροκτονία» του ανθρώπου
που τον επέλεξε και τον βοήθησε να γίνει αρχηγός) και τα χαρακτηριστικά αυτά παγιώθηκαν κυρίως μετά τα γεγονότα που ακολούθησαν τη δολοφονία του εφήβου Αλέξη Γρηγορόπουλου τον Δεκέμβριο του 2008. 
Ο ζόφος της οικονομικής κρίσης, η επιβολή του μνημονίου, η πληβειοποίηση των κοινωνικών μεσοστρωμάτων και η συνεπακόλουθη μερική κατάρρευση του μεταπολιτευτικού πολιτικού σκηνικού (με κυρίαρχο χαρακτηριστικό την καθίζηση του πάλαι ποτέ κραταιού ΠΑ.ΣΟ.Κ.) οδήγησαν τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α των «περίεργων» συνιστωσών σε μια εκρηκτική, όσο και ραγδαία -χρονικά- εκλογική άνοδο και στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ο νέος αυτός πολιτικός και θεσμικός ρόλος δεν είναι εύκολο να ενσωματωθεί από έναν πολιτικό οργανισμό επί σειρά ετών προσανατολισμένο στην ανέξοδη διαμαρτυρία και των διαφόρων εκφάνσεων περιθωριακό ακτιβισμό. Ο ευφυής αρχηγός του αντιλαμβάνεται τη δυσκολία του εγχειρήματος, αντιλαμβάνεται ότι χρειάζεται χρόνο και προσεκτικούς χειρισμούς, αλλά δείχνει μάλλον αποφασισμένος να μετατρέψει σταδιακά την συνομοσπονδία συνιστωσών σε κόμμα με προοπτική εξουσίας. Μπορεί ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. να μην έχει κατορθώσει να απαλλαγεί από τις μαρξιστικές ιδεοληψίες μιας σημαντικής μερίδας κομμουνιστογενών στελεχών του, μπορεί κάθε τόσο να βγαίνει ένας βουλευτής του και να λέει διάφορα «παλαβά», μπορεί να δυσκολεύεται να αποκηρύξει καθαρά και απερίφραστα την παραβατικότητα ως πολιτική συμπεριφορά («δεν πληρώνω» κτλ), μπορεί να μην αποκόπτει πλήρως τους πολιτικούς του δεσμούς με θύλακες ανομίας και βίας -κυρίως στα Πανεπιστήμια-, μπορεί να μην διατυπώνει πειστικό εναλλακτικό πολιτικό σχέδιο, μπορεί να φαίνεται ότι η στρατηγική του εξαντλεί την πολιτική της δυναμική, αλλά, έστω και αδέξια, μεταλλάσσεται σιγά-σιγά σε ένα σχετικά «κανονικό» κόμμα. Ένα κόμμα κινούμενο ίσως στα θολά νερά ενός παλαιομοδίτικου λαϊκισμού, αλλά μάλλον όχι στον βάλτο του αντικοινοβουλευτικού εξτρεμισμού.


Από τα δυσώδη ύδατα του βάλτου αυτού (του αντικοινοβουλευτικού εξτρεμισμού) ανεδύθη η Χρυσή Αυγή. Πρόκειται για ένα πολιτικό μόρφωμα με ανοιχτά ρατσιστική-ναζιστική ιδεολογία, παραστρατιωτικού τύπου οργανωτικές δομές και προμετωπίδα της το ΜΙΣΟΣ, και μάλιστα στην αποκρουστικότερη δυνατή εκδοχή του: το φυλετικό μίσος. Η Ελλάδα είναι πλέον η μοναδική ευρωπαϊκή χώρα, όπου ένα νεο-ναζιστικό κόμμα έχει κοινοβουλευτική εκπροσώπηση. Αν ο εθνοφυλετισμός είναι ο ιδεολογικός και φιλοσοφικός πυρήνας της Χρυσής Αυγής, οι πολιτικές της πρακτικές, το οργανωτικό της μοντέλο και η καταγραφόμενη δυναμική της την καθιστούν τον πλέον σημαντικό κίνδυνο για τη δημοκρατία, έναν κίνδυνο με τελείως διαφορετικά ποιοτικά χαρακτηριστικά από όσους γνωρίζαμε έως σήμερα. Η αποδεδειγμένα εκτεταμένη διάβρωση της Ελληνικής Αστυνομίας από το κόμμα αυτό (δηλαδή η διάβρωση του σώματος ασφαλείας που είναι επιφορτισμένο με την τήρηση της δημόσιας τάξης και της προστασίας των πολιτών από ένα κόμμα που έχει τη βία ως αυτοσκοπό), η προνομιακή σχέση της ΧΑ με ένα -μικρό ευτυχώς- τμήμα της ιεραρχίας της ελλαδικής εκκλησίας (σε μια χώρα με υψηλό ποσοστό θρησκευόμενων πολιτών), η οργανωτικά επιτυχημένη παράλληλη λειτουργία των «ταγμάτων ασφαλείας» με ένα ιδιότυπο «κοινωνικό δίκτυο υποστήριξης» στα πρότυπα των ισλαμιστικών οργανώσεων της Μέσης Ανατολής, η ιδιαίτερη γοητεία που ασκούν τα τελετουργικά της ισχύος, της σωματικής ρώμης και της στρατιωτικής πειθαρχίας σε ένα σημαντικό τμήμα ακόμη και της μαθητιώσας νεολαίας (απ'όπου και ξεκινά η  «στρατολόγηση») και κυρίως η πρόσληψη του κόμματος αυτού από μεγάλο μέρος της κοινωνίας ως του μοναδικού γνήσια αντισυστημικού,  καθιστούν την πολιτική δυναμική της Χρυσής Αυγής (αλλά και τις καθαρά  «επιχειρησιακές της δυνατότητες» αν τα πράγματα  «ξεφύγουν») την πιο καθαρή και ευθεία απειλή για τον κοινοβουλευτισμό και τη δημοκρατική συγκρότηση της ελληνικής κοινωνίας.

   Η κλιμάκωση των χτυπημάτων τυφλής βίας και τρομοκρατίας των τελευταίων ημερών προκαλεί μια  εύλογη, από άποψης πολιτικής τακτικής και στρατηγικής, πίεση από τα κυβερνητικά κόμματα στον ΣΥ.ΡΙΖ.Α., στο μέτρο που αυτός δυσκολεύεται να πάρει καθαρές θέσεις απέναντι σε κάθε μορφή βίας (ή απειλή άσκησης της) χωρίς αστερίσκους, υποσημειώσεις και «ναι μεν αλλά». Η εμφανής αμηχανία του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης δικαιώνει μεν πολιτικά τις επιθέσεις που δέχεται, αλλά δεν μπορεί να τεκμηριώσει ούτε λογικά, ούτε πολιτικά την απόπειρα εξομοίωσης του με τη Χρυσή Αυγή. Εν τέλει, αφού όλοι απαιτούν από τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. -και ορθώς ενδεχομένως- να αποκηρύξει τη βία, γιατί δεν διανοούνται να ζητήσουν το ίδιο και από τη Χρυσή Αυγή; Μήπως γιατί αντιλαμβάνονται ότι κάτι τέτοιο θα ήταν εντελώς άτοπο; Μήπως γιατί τελικά τα περίφημα «άκρα» δεν μπορούν να «τσουβαλιάζονται» εξομοιούμενα;

   Η εξίσωση των «άκρων» δε βασίζεται μόνο σε μια -μάλλον- λανθασμένη ανάλυση, υποκρύπτει -το πιθανότερο- και πολιτικές σκοπιμότητες.  Φαίνεται πως έχει επιλεγεί ως βασικό πολιτικό εργαλείο ανάσχεσης και απομόνωσης της μείζονος αντιπολίτευσης. Είναι μια στρατηγική ριψοκίνδυνη και ίσως αποδειχθεί και ατελέσφορη. Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α θα «ξεφουσκώσει» αν η οικονομία αρχίσει να ανακάμπτει έστω και στοιχειωδώς. Οι περιττές οξύνσεις ούτε την οικονομία βοηθούν, ούτε πολιτικά αποδίδουν σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα.

   Ο ευρύς πολιτικός χώρος που εμφορείται από τα ιδανικά της δημοκρατίας, της ελευθερίας και της αλληλλεγγύης, που πιστεύει σε μια ανοιχτή κοινωνία χωρίς αποκλεισμούς και μισαλλοδοξία, όποιες κι αν είναι τη στιγμή αυτή ή ήθελε προκύψει στο μέλλον οι πολιτικές ή κομματικές του εκφάνσεις, μπορεί και πρέπει να αυτοπροσδιορίζεται με τη δύναμη των ιδεών του και την αποτελεσματικότητα της δράσης του. Έχει ανάγκη πειστικής επιχειρηματολογίας, ρεαλιστικών προτάσεων, δουλειάς και αποτελεσμάτων. Δεν χρειάζεται ούτε διχαστικές λογικές, ούτε ετεροπροσδιορισμό εξ αμφιπλεύρου αντιδιαστολής από τα αυθαιρέτως εξομοιωθέντα «άκρα».


Υ.Γ. Τα σκίτσα είναι του Δημήτρη Χαντζόπουλου (τα Νέα)

Ιnfo:

 Εντός του συνταγματικού τόξου. Του Νίκου Ξυδάκη

Ακόμη μια φορά για την ταύτιση των άκρων. Του Γιώργου Σιακαντάρη

Bία, το νέο πολιτικό όπλο. Του Παντελή Καψή.

Η βία ως μαμή της Ιστορίας.Toυ Πέτρου Παπασαραντόπουλου.

Ανοιχτή κοινωνία ή βαρβαρότητα Τo χρέος των σοσιαλδημοκρατών, φιλελεύθερων και αριστερών δημοκρατών. Των Μάνου Ματσαγγάνη, Γιώργου Σιακαντάρη και Δημήτρη Σκάλκου

Η κοινοτοπία του κακού. Του Νίκου Ξυδάκη

Les Enrages (Οι «Λυσσασμένοι». Του Πέτρου Mαρτινίδη

Πώς δεν θα φτάσουμε στα άκρα. Του Νίκου Mαραντζίδη

ΔHMHTΡΗΣ ΨΑΡΡΑΣ-Η μαύρη βίβλος της Χρυσής Αυγής. Ντοκουμέντα από την ιστορία και τη δράση μιας ναζιστικής οργάνωσης, εκδ. Πόλις, 2012.

10 σχόλια:

  1. http://www.athensvoice.gr/article/city-news-voices/%CF%83%CF%87%CF%8C%CE%BB%CE%B9%CE%B1/%CE%B7-%CF%84%CF%81%CE%BF%CE%BC%CE%BF%CE%BA%CF%81%CE%B1%CF%84%CE%AF%CE%B1-%CF%84%CF%89%CE%BD-%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%81%CE%B1%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8E%CE%BD-%CE%BC%CF%80%CE%AC%CF%84%CF%83%CF%89%CE%BD

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Από αισθητικής άποψης,συμφωνώ πως η Χ.Α είναι αποκρουστικότερη των συνιστωσών.
      Από πολιτικής άποψης,δεν είμαι βέβαιος αν η Χ.Α απειλεί την κοινοβουλευτική δημοκρατία περισσότερο απ'τις συνιστώσες.Η έρημη η δημοκρατία περισσότερο διαβάλλεται ένδον,από τη συμπεριφορά των βουλευτών μας.
      Από άποψη πολιτικού δυναμισμού,ναι η βία της Χ.Α είναι ωμότερη (ίσως επειδή είναι πρωτόγονα απολίτικη).
      Από άποψη φορέα βίας,ο μέσος χρυσαυγίτης έχει πράγματι απειλητικότερο φαινότυπο από το μέσο αριστεριστή.
      Κάπου εδώ όμως σταματούν οι διαφορές.
      Γιατί,από άποψη επιχειρηματολογίας οι δυο μορφές βίας είναι η μια αντανάκλαση της άλλης.
      Ενώ,από την άποψη του θύματος (που είναι για μένα η ουσιαστικότερη) κάθε χτύπημα πονάει το ίδιο,ανεξάρτητα απ'το ποιός το δίνει ή ποιές προθέσεις τον παρακίνησαν.

      Διαγραφή
  2. Σταμάτη το άρθρο σου είναι περιεκτικό και εν πολλοίς θα συμφωνήσω με τα συμπεράσματά του. Δεν μπορούν να μπούν και ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΧΑ στο ίδιο τσουβάλι με το ταμπελάκι "άκρα" δεμένο απ' έξω. Και τα δύο "άκρα" όμως είναι επικίνδυνα. Για διαφορετικούς, λόγους το καθένα, λόγους ενδεχομένως διαμετρικά αντίθετους, μα πραγματικούς.Το σημείο που διαφοροποιεί την άποψή μου είναι -αν αντιλαμβάνομαι καλά το σκεπτικό σου- πως ο ΣΥΡΙΖΑ ανεβαίνει ευκαιριακά λόγω οικονομικής κρίσης και, λόγω και της προοπτικής εξουσίας που αποκτά, μετατρέπεται σταδιακά σε έναν σχηματισμό αριστερό μεν, χωρίς δόντια δε.
    Κατ' αρχάς, η επίδραση της οικονομικής κρίσης αναμφίβολα δεν ευνόησε μόνο την άνοδο του Συνασπισμού. Και το "φαινόμενο της ΧΑ" ανδρώθηκε υπό των ιδίων συνθηκών, στα χρόνια της οικονομικής -και πολιτικής- κρίσης. Ως εκ τούτου, μπορούμε να περιμένουμε μετά την ανάκαμψη της οικονομίας (αν και όταν επέλθει αυτή) ένα πολιτικό "ξεφούσκωμα" τόσο της αριστεράς (που κυρίως εκπροσωπείται από τον ΣΥΡΙΖΑ στις μέρες μας) όσο και της ακροδεξιάς (βλ. ΧΑ). Αυτό όμως δεν μπορεί να θεωρηθεί καθησυχαστικό. Δεν ξέρουμε κατ' αρχάς πόσο ακόμα θα διαρκέσει η οικονομική ύφεση και η πολιτική κρίση, ούτε μπορούμε να προβλέψουμε πώς -συνεχιζομένης της κρίσης- θα εξελιχθούν οι υπάρχουσες τάσης ανόδου των "άκρων" της πολιτικής σκηνής. Βλέπουμε επίσης μία υποβόσκουσα μεν, διαρκώς ανερχόμενη δε ένταση στον κόσμο (που συμπεριλαμβάνει και τους οπαδούς του ΣΥΡΙΖΑ και της ΧΑ αλλά και την πλειοψηφία των υπολοίπων), μία αναδυόμενη γενική δυσαρέσκεια για τα πολιτικά πρόσωπα και το πολιτικό σύστημα γενικότερα καθώς και αυξανόμενα κρούσματα βίας με πολιτικά ή κοινωνικά κίνητρα. Όλα αυτά δεν είναι θετικά σημεία και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι άμοιρος ευθυνών.
    Είναι ιστορικά βεβαιωμένο ότι σε περιόδους οικονομικής ανέχειας και έντονων κοινωνικών προβλημάτων η πολιτική πόλωση των άκρων "πιάνει κόκκινο". Το ίδιο έγινε και στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα, που στη χώρα μας κορυφώθηκε τραγικά με τον εμφύλιο πόλεμο. Μπορεί σήμερα οι πολιτικές συνθήκες να είναι διαφορετικές και η ανέχεια του κόσμου να μην έχει φτάσει στα επίπεδα των μικρασιατών προσφύγων και της κατοχής. Το γενικότερο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο όμως είναι παρόμοιο και τα συμπτώματά του (εν προκειμένω η ραγδαία άνοδος της αριστερής και της ακροδεξιάς ιδεολογίας και πρακτικής) ήδη είναι ολοφάνερα.
    Ως εκ τούτων, θεωρώ ότι ούτε η άνοδος του εθνικοσοσιαλισμού αλλά ούτε και της αριστεράς δεν επιτρέπεται να μας αφήνει αδιάφορους. Μην ξεχνούμε, ότι δεν υπάρχει μόνο "μαύρος" φασισμός, αλλά και "κόκκινος" και ενδεχομένως να κυκλοφορεί και σε πολλές ακόμα αποχρώσεις. Πρόκειται για δύο -εν δυνάμει- διαφορετικούς και διακριτούς κινδύνους (δεν αναφέρομαι σε "κομμουνιστικό κίνδυνο" με την έννοια της ψυχροπολεμικής περιόδου), που για διαφορετικούς λόγους ο καθένας χρήζουν της προσοχής μας. Αλλά και συνδυαστικά αν τους θεωρήσουμε, η "κόντρα" μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΧΑ δεν μπορεί παρά να εγκυμονεί κινδύνους κια την ήδη διαταρραγμένη κοινωνική συνοχή.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ο καλύτερος Κυρζόπουλος.
    Δε μπορώ καν να σχολιάσω, τα είπε όλα.
    Σ`ευχαριστώ Κυρζόπουλε.
    Φώτιος

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Είναι σίγουρα σωστή η βασική άποψη του κειμένου περί της λανθασμένης εξίσωσης των δύο άκρων, αφού αυτό που αποτελεί απλώς ένα μέρος του ΣΥΡΙΖΑ είναι...το όλον στην περίπτωση της Χρυσής Αυγής. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ στο πλαίσιο της μετεξέλιξής του σε ενιαίο κόμμα επέλεγε να διαρρήξει τους δεσμούς του με συγκεκριμένες συνιστώσες, θα συνέβαλε ουσιαστικά στο να προστατευτεί και ο ίδιος από την συζήτηση αυτή. Το σίγουρο είναι ότι όσο η κατάσταση της χώρας και της οικονομίας είναι η ίδια ακραία, τα άκρα όχι μόνο θα ενδυναμώνονται, αλλά θα φαντάζουν ολοένα και λιγότερο ως άκρα. Κι όταν ακόμα και το άκρο αρχίσει να γίνεται σχετικό, τότε τα πράγματα γίνονται πολύ άσχημα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Το θέμα από διάφορες σκοπιές του φαίνεται πως συζητείται και θα συζητηθεί πολύ.


    Η «κενή πόλωση». Του Γεράσιμου Μοσχονά


    Εκτός από γκαζάκια υπάρχουν και πογκρόμ. Του Αλέξη Καλοκαιρινού

    «...Είναι κατανοητό ότι η κυβέρνηση επικαλείται εξισωτικά τη θεωρία των δύο άκρων απέναντι στη βία που λαμβάνει διαστάσεις τρομοκρατίας. Αλλά στον δημόσιο λόγο οφείλουμε να κάνουμε τις διακρίσεις εκείνες που θα μας βοηθήσουν να καταλάβουμε και να δράσουμε. Τα άκρα δεν είναι ομόλογα. Και η διαφορά τους, ως διαφορά δυναμικού, μπορεί να προκαλέσει την ηλεκτρική εκκένωση που θα κάψει τη δημοκρατία μπροστά στα σαστισμένα μάτια των χλιαρών υποστηρικτών της.

    Οι βάρβαροι υπάρχουν. Και βρίσκονται στην αγορά. Χρειάζεται να κατέβουμε ξανά στην αγορά. Να συναθροιστούμε και να τους στείλουμε πίσω, στα λαγούμια τους... »

    και μια ψύχραιμη ανάγνωση των στρατηγικών και τακτικών επιλογών που αφορούν την πολιτική σκακιέρα

    Η δημόσια τάξη ως πολιτικό πλεονέκτημα. Του Στάθη Ν. Καλύβα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Παρόμοιες (για μην πω ταυτόσημες) απόψεις με αυτές που εκτέθηκαν ανωτέρω εξέφρασε και διεθνούς φήμης ιστορικός Μαρκ Μαζάουερ την περασμένη Τρίτη σε διάλεξη του στην Αθήνα μπροστά σε ένα κοινό που μάλλον περίμενε να ακούσει.. άλλα (..ότι δηλαδή τα "δύο άκρα είναι εξίσου κακά" κοκ)

    Έξοχη ανάλυση της διαυγούς τοποθέτησης του Μαζάουερ από τον Νίκο Ξυδάκη
    (Από το λίπος στο αίμα)


    Ενδιαφέρουσες συνεντεύξεις του Βρετανού ιστορικού

    εδώ

    και εδώ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Παρακολουθείστε εδώ
    την ανωτέρω αναφερθείσα διάλεξη του Μαρκ Μαζάουερ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Βαϊμάρη - Αθήνα ΙΙ. Του Θάνου Βερέμη.

    « Η αντιμετώπιση των άκρων ως ομοίων είναι ανιστόρητη και αποτελεί στατική θεώρηση της πολιτικής.»

    ΑπάντησηΔιαγραφή