Διάβασα προ μερικών ετών ένα καλογραμμένο και πολύ ευχάριστο (για τους συνομηλίκους μου δε, ιδιαίτερα διασκεδαστικό) βιβλίο του Κωνσταντίνου Καμάρα με τίτλο «πάρε το μηδέν» (εκδόσεις Ωκεανίδα), το πρώτο και ίσως το μόνο εισέτι που ασχολείται με τους ανθρώπους της γενιάς μας (χονδρικά τους γεννημένους από το 1965 έως το 1975, άλλως οι 35 έως 45 ετών σήμερα). Στο βιβλίο του ο Καμάρας καταγράφει με τρόπο ανάλαφρο και διασκεδαστικό εμπειρίες, βιώματα και συνθήκες που συνδιαμόρφωσαν τη γενιά μας σε διάφορους τομείς: παιδεία, τεχνολογία, μουσική, κινηματογράφος, media, διαφήμιση, κοινωνικά ήθη, ιδεολογικά ρεύματα, πολιτικές ιδέες και συνθήκες. Το βιβλίο εκδόθηκε το 2008, πριν η οικονομική κρίση περάσει τον Αντλαντικό και αποπνέει γλυκιά νοσταλγία και αισιοδοξία και όχι την αγωνία, την μελαγχολία ή την απόγνωση που κυριαρχούν πλέον στην περιρρέουσα (και όχι μόνο) ατμόσφαιρα.
Κάθε απόπειρα να ασχοληθεί κάποιος με τη γενιά του έχει εγγενή προβλήματα: είναι από δύσκολο έως αδύνατο να είναι αντικειμενικός και είναι πολύ εύκολο να ολισθήσει, είτε σε συλλογικό ναρκισσισμό, είτε σε νοσταλγική εξιδανίκευση της νιότης του (ασφαλέστατο κλινικό κριτήριο ταχέως επερχομένου γήρατος). Θα το επιχειρήσω όμως για δύο κυρίως λόγους: πρώτον γιατί πιστεύω ότι η γενιά μας έχει πλέον κρίσιμο (ενδεχομένως και ιστορικό) ρόλο να παίξει και δεύτερον (και λιγότερο σημαντικό) γιατί ουδείς έχει πολυασχοληθεί με τη γενιά αυτή (όπως π.χ. με τη γενιά του’30, τη γενιά της εθνικής αντίστασης, του 1-1-4, του πολυτεχνείου, της μεταπολίτευσης, τη generation X ή τη γενιά των 700 -και σύντομα των 350- δραχμών...ε, συγνώμη, ευρώ). Βέβαια για να είμαστε δίκαιοι και ρεαλιστές, δεν ασχολήθηκε κανείς με τη γενιά μας, γιατί δεν υπήρχε κανένας ιδιαίτερος λόγος να το πράξει: Η γενιά μας είναι άχρωμη, άοσμη και άγευστη και στην πραγματικότητα δεν έχει κατορθώσει να αφήσει το στίγμα της στο κοινωνικό, πολιτικό, οικονομικό και πολιτιστικό γίγνεσθαι του τόπου.
Οι περισσότεροι αρχίσαμε να συνειδητοποιούμε τον εαυτό μας είτε στα τελευταία χρόνια της δικτατορίας, είτε στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης. Μάθαμε να γράφουμε σε πολυτονικό, γρήγορα όμως το ξεχάσαμε, πηγαίναμε σχολείο και τα Σάββατα, γρήγορα όμως το weekend μπήκε στη ζωή μας, οι πρώτοι μας δάσκαλοι ήταν από αυτούς που τραβούσαν αυτιά και επέβαλαν τιμωρίες αλλά ζήσαμε ως μαθητές και τον εξοβελισμό των πρακτικών αυτών από την εκπαίδευση. Εκκλησιαζόμασταν υποχρεωτικά, κάποιοι περάσαν και από τα κατηχητικά, αλλά πήγαμε και «πενταήμερη». Ζήσαμε με «παιδική» περηφάνεια τη βράβευση του Ελύτη με νόμπελ λογοτεχνίας, τραγουδήσαμε ως παιδιά «της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ» αλλά παρακολουθήσαμε και την είσοδο στη ζωή των νεοελλήνων του Φλωρινιώτη, του Πανταζή και της αισθητικής της «πίστας». Πρέπει να είμαστε οι νεότεροι ενήλικες που έχουν παρακολουθήσει ασπρόμαυρη, αποκλειστικά κρατική τηλεόραση, που μεγάλωσαν χωρίς τηλεκοντρόλ στο χέρι (είναι άλλη υπόθεση να σηκωθείς από την καρέκλα για να αλλάξεις το κανάλι και τελείως άλλη να μεγαλώνεις από μωρό με την ψευδαίσθηση ότι η πραγματικότητα-εικόνα μπροστά σου μπορεί να αλλάξει απλώς με το νωχελικό πάτημα ενός κουμπιού), που άκουγαν «πειρατικούς» ραδιοφωνικούς σταθμούς, που μπήκαν σε λεωφορείο με εισπράκτορα, που «παίρναν το μηδέν» για να καθαρίσει η γραμμή, που έχουν παρακολουθήσει και κάνει παρουσιάσεις και μαθήματα με slides (φυσικά, όχι ψηφιακά) και ...πυροδιαφάνειες, που έχουν υπηρετήσει διετή θητεία στο στρατό. Πήραμε την μυρωδιά του κλίματος των πρώτων χρόνων της μεταπολίτευσης, είδαμε την Ελλάδα να μπαίνει στην ΕΟΚ, ζήσαμε ως έφηβοι την πολιτική, κοινωνική, πολιτιστική μεταβολή της δεκαετίας του ’80 (με το αίτημα του εκδημοκρατισμού να προσλαμβάνει λαϊκιστικά χαρακτηριστικά), ακούσαμε και φωνάξαμε πολιτικά συνθήματα, γνωρίσαμε τον απόηχο έστω, των επιπτώσεων των πολιτικών εντάσεων του εμφυλίου, είδαμε την πτώση του ανατολικού μπλοκ, παρακολουθήσαμε σε ζωντανή μετάδοση συνεδριάσεις ειδικών δικαστηρίων. Από την άλλη μεριά, μεγαλώσαμε σε μια περίοδο διαρκούς ανόδου του βιοτικού επιπέδου των οικογενειών μας, δεν μας «έλειψε τίποτα», κατά το κοινώς λεγόμενο, (είμαστε με ινδιάνικη ορολογία «τρυφερά πόδια»), μάθαμε ξένες γλώσσες, ταξιδέψαμε και σπουδάσαμε σε υψηλά ποσοστά στο εξωτερικό, ζήσαμε το διαδίκτυο από την εμβρυϊκή του ηλικία και συμβάλαμε στην άνδρωση του και την εκρηκτική του εξάπλωση.
Η κρίση μας βρήκε νομίζω στην χειρότερη χρονική στιγμή του βίου μας. Αφ’ενός είμασταν τελείως απαράσκευοι ψυχολογικά και πνευματικά και αφ’ετέρου, ούτε φθάσαμε οικονομικά, επαγγελματικά και κοινωνικά στο επίπεδο των 55άρηδων-60άρηδων (που, όπως και να το κάνουμε, εκμεταλλεύθηκαν τις περιόδους παχέων αγελάδων και έχουν φτιάξει λίγο-πολύ ένα status), oύτε έχουμε την ευελιξία και την άγνοια κινδύνου του 20άρη-25άρη που μπορεί να κάνει πιο εύκολα ριψοκίνδυνες επιλογές, και που, εν πάση περιπτώσει, μπορεί να ελπίζει ότι, όταν η κρίση παρέλθει, ο παραγωγικός του βίος δεν θα βαίνει προς τη δύση του. Εμείς (με μικρά παιδιά, σε σχολική ως επί το πλείστον ηλικία) βρισκόμαστε οι περισσότεροι στην φάση εκείνη που φυσιολογικά εδραιώνεται και «ανοίγει» κανείς επαγγελματικά, και το πιθανότερο να συμβεί, είναι να τσακίσει η κρίση την επαγγελματική μας ζωή στην μέση και αν δεν την καταστρέψει τελείως, όταν και αν, ποτέ ξεπεράσουμε ως χώρα αυτή την καμπή, θα είμαστε πια αρκετά μεγάλοι σε ηλικία για να ξαναμπούμε στο παιχνίδι.
Η ιδιαίτερα λοιπόν δυσχερής θέση της γενιάς μας, μέσα στη γενικευμένη κρίση, είναι ένας μόνο από τους λόγους, για τους οποίους οφείλουμε να δραστηριοποιηθούμε άμεσα και να βγούμε μπροστά. Άλλος σημαντικός λόγος είναι ότι έχουμε κάποια ξεχωριστά έως μοναδικά χαρακτηριστικά : είμαστε η γενιά γέφυρα μεταξύ του κόσμου που έδυσε και αυτού που ανατέλει, ζήσαμε την Ελλάδα της μεταπολίτευσης που γκρεμίζεται και οφείλουμε να αγωνισθούμε για να χτίσουμε μια καλύτερη, γνωρίζουμε την λειτουργία, τις ανεπάρκειες, την αβελτηρία και τους ιδιαίτερους κώδικες του χρεοκοπημένου πολιτικού σκηνικού και έχουμε την εμπειρία αλλά και κάθε πιθανό κίνητρο για να στήσουμε ένα πιο υγιές και αποτελεσματικό νέο στη θέση του, και αφού το διαμορφώσουμε, να κάνουμε έγκαιρα στην άκρη για να μας διαδεχθούν οι νεότεροι.
Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρουμε, είναι όμως εγκληματικό για τους εαυτούς μας, για τα παιδιά μας και για την πατρίδα μας, να μην το προσπαθήσουμε.
Και παρ’ότι δεδηλωμένα αντιπαθώ την στρατιωτικοπολεμική ορολογία-φρασεολογία, δεν θα αντισταθώ στο συρμό της εποχής και θα την χρησιμοποιήσω (ζητώντας την επιείκια του αναγνώστη για την ανακολουθία μου):
Κύριοι (και κυρίες), καλείται η ...κλάση μας.
Και είναι βέβαιο ότι θα κληθούμε σε μερικά χρόνια να απαντήσουμε σε μια παραλλαγή του ερωτήματος: «Τι έκανες στον πόλεμο, μπαμπά;», έστω και διατυπωμένο κάπως έτσι: «Μπαμπά, γιατί αφήσατε να γίνουν όλα αυτά;»
Ένα τραγούδι μάλλον σχετικό από έναν από τους πιο καλούς της γενιάς μας.
Κάθε απόπειρα να ασχοληθεί κάποιος με τη γενιά του έχει εγγενή προβλήματα: είναι από δύσκολο έως αδύνατο να είναι αντικειμενικός και είναι πολύ εύκολο να ολισθήσει, είτε σε συλλογικό ναρκισσισμό, είτε σε νοσταλγική εξιδανίκευση της νιότης του (ασφαλέστατο κλινικό κριτήριο ταχέως επερχομένου γήρατος). Θα το επιχειρήσω όμως για δύο κυρίως λόγους: πρώτον γιατί πιστεύω ότι η γενιά μας έχει πλέον κρίσιμο (ενδεχομένως και ιστορικό) ρόλο να παίξει και δεύτερον (και λιγότερο σημαντικό) γιατί ουδείς έχει πολυασχοληθεί με τη γενιά αυτή (όπως π.χ. με τη γενιά του’30, τη γενιά της εθνικής αντίστασης, του 1-1-4, του πολυτεχνείου, της μεταπολίτευσης, τη generation X ή τη γενιά των 700 -και σύντομα των 350- δραχμών...ε, συγνώμη, ευρώ). Βέβαια για να είμαστε δίκαιοι και ρεαλιστές, δεν ασχολήθηκε κανείς με τη γενιά μας, γιατί δεν υπήρχε κανένας ιδιαίτερος λόγος να το πράξει: Η γενιά μας είναι άχρωμη, άοσμη και άγευστη και στην πραγματικότητα δεν έχει κατορθώσει να αφήσει το στίγμα της στο κοινωνικό, πολιτικό, οικονομικό και πολιτιστικό γίγνεσθαι του τόπου.
Οι περισσότεροι αρχίσαμε να συνειδητοποιούμε τον εαυτό μας είτε στα τελευταία χρόνια της δικτατορίας, είτε στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης. Μάθαμε να γράφουμε σε πολυτονικό, γρήγορα όμως το ξεχάσαμε, πηγαίναμε σχολείο και τα Σάββατα, γρήγορα όμως το weekend μπήκε στη ζωή μας, οι πρώτοι μας δάσκαλοι ήταν από αυτούς που τραβούσαν αυτιά και επέβαλαν τιμωρίες αλλά ζήσαμε ως μαθητές και τον εξοβελισμό των πρακτικών αυτών από την εκπαίδευση. Εκκλησιαζόμασταν υποχρεωτικά, κάποιοι περάσαν και από τα κατηχητικά, αλλά πήγαμε και «πενταήμερη». Ζήσαμε με «παιδική» περηφάνεια τη βράβευση του Ελύτη με νόμπελ λογοτεχνίας, τραγουδήσαμε ως παιδιά «της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ» αλλά παρακολουθήσαμε και την είσοδο στη ζωή των νεοελλήνων του Φλωρινιώτη, του Πανταζή και της αισθητικής της «πίστας». Πρέπει να είμαστε οι νεότεροι ενήλικες που έχουν παρακολουθήσει ασπρόμαυρη, αποκλειστικά κρατική τηλεόραση, που μεγάλωσαν χωρίς τηλεκοντρόλ στο χέρι (είναι άλλη υπόθεση να σηκωθείς από την καρέκλα για να αλλάξεις το κανάλι και τελείως άλλη να μεγαλώνεις από μωρό με την ψευδαίσθηση ότι η πραγματικότητα-εικόνα μπροστά σου μπορεί να αλλάξει απλώς με το νωχελικό πάτημα ενός κουμπιού), που άκουγαν «πειρατικούς» ραδιοφωνικούς σταθμούς, που μπήκαν σε λεωφορείο με εισπράκτορα, που «παίρναν το μηδέν» για να καθαρίσει η γραμμή, που έχουν παρακολουθήσει και κάνει παρουσιάσεις και μαθήματα με slides (φυσικά, όχι ψηφιακά) και ...πυροδιαφάνειες, που έχουν υπηρετήσει διετή θητεία στο στρατό. Πήραμε την μυρωδιά του κλίματος των πρώτων χρόνων της μεταπολίτευσης, είδαμε την Ελλάδα να μπαίνει στην ΕΟΚ, ζήσαμε ως έφηβοι την πολιτική, κοινωνική, πολιτιστική μεταβολή της δεκαετίας του ’80 (με το αίτημα του εκδημοκρατισμού να προσλαμβάνει λαϊκιστικά χαρακτηριστικά), ακούσαμε και φωνάξαμε πολιτικά συνθήματα, γνωρίσαμε τον απόηχο έστω, των επιπτώσεων των πολιτικών εντάσεων του εμφυλίου, είδαμε την πτώση του ανατολικού μπλοκ, παρακολουθήσαμε σε ζωντανή μετάδοση συνεδριάσεις ειδικών δικαστηρίων. Από την άλλη μεριά, μεγαλώσαμε σε μια περίοδο διαρκούς ανόδου του βιοτικού επιπέδου των οικογενειών μας, δεν μας «έλειψε τίποτα», κατά το κοινώς λεγόμενο, (είμαστε με ινδιάνικη ορολογία «τρυφερά πόδια»), μάθαμε ξένες γλώσσες, ταξιδέψαμε και σπουδάσαμε σε υψηλά ποσοστά στο εξωτερικό, ζήσαμε το διαδίκτυο από την εμβρυϊκή του ηλικία και συμβάλαμε στην άνδρωση του και την εκρηκτική του εξάπλωση.
Η κρίση μας βρήκε νομίζω στην χειρότερη χρονική στιγμή του βίου μας. Αφ’ενός είμασταν τελείως απαράσκευοι ψυχολογικά και πνευματικά και αφ’ετέρου, ούτε φθάσαμε οικονομικά, επαγγελματικά και κοινωνικά στο επίπεδο των 55άρηδων-60άρηδων (που, όπως και να το κάνουμε, εκμεταλλεύθηκαν τις περιόδους παχέων αγελάδων και έχουν φτιάξει λίγο-πολύ ένα status), oύτε έχουμε την ευελιξία και την άγνοια κινδύνου του 20άρη-25άρη που μπορεί να κάνει πιο εύκολα ριψοκίνδυνες επιλογές, και που, εν πάση περιπτώσει, μπορεί να ελπίζει ότι, όταν η κρίση παρέλθει, ο παραγωγικός του βίος δεν θα βαίνει προς τη δύση του. Εμείς (με μικρά παιδιά, σε σχολική ως επί το πλείστον ηλικία) βρισκόμαστε οι περισσότεροι στην φάση εκείνη που φυσιολογικά εδραιώνεται και «ανοίγει» κανείς επαγγελματικά, και το πιθανότερο να συμβεί, είναι να τσακίσει η κρίση την επαγγελματική μας ζωή στην μέση και αν δεν την καταστρέψει τελείως, όταν και αν, ποτέ ξεπεράσουμε ως χώρα αυτή την καμπή, θα είμαστε πια αρκετά μεγάλοι σε ηλικία για να ξαναμπούμε στο παιχνίδι.
Η ιδιαίτερα λοιπόν δυσχερής θέση της γενιάς μας, μέσα στη γενικευμένη κρίση, είναι ένας μόνο από τους λόγους, για τους οποίους οφείλουμε να δραστηριοποιηθούμε άμεσα και να βγούμε μπροστά. Άλλος σημαντικός λόγος είναι ότι έχουμε κάποια ξεχωριστά έως μοναδικά χαρακτηριστικά : είμαστε η γενιά γέφυρα μεταξύ του κόσμου που έδυσε και αυτού που ανατέλει, ζήσαμε την Ελλάδα της μεταπολίτευσης που γκρεμίζεται και οφείλουμε να αγωνισθούμε για να χτίσουμε μια καλύτερη, γνωρίζουμε την λειτουργία, τις ανεπάρκειες, την αβελτηρία και τους ιδιαίτερους κώδικες του χρεοκοπημένου πολιτικού σκηνικού και έχουμε την εμπειρία αλλά και κάθε πιθανό κίνητρο για να στήσουμε ένα πιο υγιές και αποτελεσματικό νέο στη θέση του, και αφού το διαμορφώσουμε, να κάνουμε έγκαιρα στην άκρη για να μας διαδεχθούν οι νεότεροι.
Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρουμε, είναι όμως εγκληματικό για τους εαυτούς μας, για τα παιδιά μας και για την πατρίδα μας, να μην το προσπαθήσουμε.
Και παρ’ότι δεδηλωμένα αντιπαθώ την στρατιωτικοπολεμική ορολογία-φρασεολογία, δεν θα αντισταθώ στο συρμό της εποχής και θα την χρησιμοποιήσω (ζητώντας την επιείκια του αναγνώστη για την ανακολουθία μου):
Κύριοι (και κυρίες), καλείται η ...κλάση μας.
Και είναι βέβαιο ότι θα κληθούμε σε μερικά χρόνια να απαντήσουμε σε μια παραλλαγή του ερωτήματος: «Τι έκανες στον πόλεμο, μπαμπά;», έστω και διατυπωμένο κάπως έτσι: «Μπαμπά, γιατί αφήσατε να γίνουν όλα αυτά;»
Ένα τραγούδι μάλλον σχετικό από έναν από τους πιο καλούς της γενιάς μας.
Φίλε,το κείμενό σου αποπνέει νοσταλγία και υπαρξιακή αναζήτηση.
ΑπάντησηΔιαγραφήΘα επιχειρήσω όμως μια "αποδομητική" προσέγγιση.
Yπάρχει άραγε γενιά?
Ή αλλιώς,η βιολογική συνεύρεση κάποιων ανθρώπων εντός δεδομένων χρονικών πλαισίων (π.χ των γεννημένων μεταξύ '65-"75) αρκεί για να τους προσδώσει ενιαία χαρακτηριστικά?
Πιστεύω πως ο όρος της "γενιάς" είναι μια εν πολλοίς αυθαίρετη κατασκευή κατηγοριοποίησης των ανθρώπων,όπως είναι και η "κοινωνική τάξη", το "οικονομικό status", η "οπαδική προτίμηση", η "επαγγελματική συντεχνία".
Καταλαβαίνεις τί εννοώ.
Άλλες παραστάσεις είχε το παιδί που μεγάλωσε στην Εκάλη και άλλες το συνομήλικό του στο Μέτσοβο.
Ο πειρασμός της ένταξης των ανθρώπων σε υπο-ομάδες με κοινά χαρακτηριστικά,είναι πάντοτε μεγάλος αλλά αυθαίρετος.Τα κοινά χαρακτηριστικά υπάρχουν,αλλά δεν αρκούν για την ερμηνεία.
Αυτό το συνειδητοποίησα μια και καλή στο Στρατό, το μοναδικό χωνευτήρι που δεν καλλωπίζει τη διαφορετικότητα,αλλά την επιδεικνύει ωμή,όπως πράγματι είναι.Γι'αυτό και το μεγάλο μάθημα του Στρατού είναι πως "δεν μπορείς πάντοτε να συνεννοηθείς με τους ανθρώπους"!
Ακόμη κι αν "ανήκετε" στην ίδια γενιά, ακόμη κι αν "σας ενώνει" κοινή μοίρα,ακόμη κι αν γελάτε με το ίδιο αστείο ή συγκινείστε με τα ίδια ερεθίσματα.
Υπάρχει λοιπόν ευθύνη για το κατάντημα που ζούμε, μα νομίζω πως καθένας κουβαλάει τη δική του.
Η γενιά μας,ως φαντασιακή έστω "οντότητα",ήταν όπως όλες οι γενιές,αθώα!
Έζησε τη νιότη της με την ειλικρίνεια και την ανεμελιά που αξίζει στα νιάτα.
Δεν έχει ν'απολογηθεί σε κανέναν παππά και κανέναν κοσμοδιορθωτή,επειδή διασκέδασε χωρίς ενοχές.
Κι αν πρέπει ν'απολογηθούμε αύριο στα παιδιά μας,θα το κάνουμε με την ευθύνη που ο καθένας μας νιώθει να τον βαραίνει ατομικά και όχι εκπροσωπόντας μια γενιά.
Τουλάχιστον αυτό νομίζω είναι ηθικά εντιμότερο (και υπαρξιακά πιό ανώδυνο)!
Bαγγέλη, την νοσταλγία προσπάθησα να την αποφύγω, πιθανώς δεν τα κατάφερα και πολύ καλά. Στο σημείο του κειμένου που σου φάνηκε νοσταλγικό, επιδίωξα να παραθέσω τις κοινές παραστάσεις και εμπειρίες της «σειράς» μας (αφού δεν πολυσυμφωνείς με τον όρο γενιά) που τεκμηριώνουν κάποιες κοινές ως ένα βαθμό ιδιαιτερότητες που έχουμε και που θαρρώ ότι είναι σημαντικές, έτσι όπως έχουν έρθει τα πράγματα. Επίσης, νομίζω ότι, και μπροστά πρέπει να βγούμε, και κάποιους να παραμερίσουμε. Ο καθένας κάνει βέβαια ότι μπορεί σε προσωπικό επίπεδο, επίτρεψε μου όμως να πιστεύω, ότι σε αυτή την φάση, ο καθένας μόνος του, δε σώζεται.
ΑπάντησηΔιαγραφήH ιστορική γλύκα. Του Οld boy
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο κείμενό σου δημιουργεί εικόνες και αναζωπυρώνει μνήμες του παρελθόντος! Ωστόσο αυτό που σκέφτομαι είναι ότι ξεχνάμε εύκολα πολλά σημεία της ιστορίας και γι' αυτό δυστυχώς τα επαναλαμβάνουμε... Τέτοια κείμενα λοιπόν στέκονται κόντρα στη λήθη!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣταυρουλα, ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια
ΑπάντησηΔιαγραφήδεν ήμουν (από το βυτίο)
ΑπάντησηΔιαγραφή