Με αφορμή την απρόσμενη για πολλούς εκλογική επιτυχία της Χρυσής Αυγής στις προ μηνός εκλογές (όχι πάντως για τον γράφοντα, αν και δεν έχει νόημα να παριστάνω τον μετά Χριστόν προφήτη), τα «Εγέρθητω», την προ ημερών τηλεοπτική επίδειξη «ανδρισμού» του άτυπου υπαρχηγού της, αλλά και την εκρηκτική άνοδο της ακροδεξιάς στις πρόσφατες προεδρικές εκλογές στη Γαλλία, θυμήθηκα ένα κείμενο, που είχα γράψει πέρυσι τον Αύγουστο, μετά το μακελειό στη Νορβηγία και βρίσκοντας ότι είναι επίκαιρο, αποφάσισα να το αναδημοσιεύσω.
Παράλληλα στην ίδια ανάρτηση αναδημοσιεύω και ένα παλιό προφητικό κείμενο του Μάνου Χατζηδάκι, γραμμένο το 1993, και το οποίο έφερε πάλι στο φως ο Μιχάλης Γελασάκης στον ιστότοπο musicpaper.gr
Προς αποφυγή τυχόν παρερμηνειών, δεν συγκρίνω τις σκέψεις που εκφράζω με αυτές του Μ. Χατζηδάκι, αλλά θέλω να δώσω τη δέουσα έμφαση στη βασική κατά τη γνώμη μου παράμετρο: η μάχη εναντίον του φασισμού και του νεοναζισμού σε όλες τους τις εκφάνσεις δεν είναι ζήτημα ιδεολογικών διακηρύξεων ή κομματικών επιλογών, είναι καθημερινή μάχη με τις προκαταλήψεις μας, με τα σκοτάδια της ψυχής μας, με τον ίδιο μας τον εαυτό ενίοτε.
Πόση ελευθερία δικαιούνται οι εχθροί της ελευθερίας;
Τις πρώτες ώρες μετά το μακελειό στη Νορβηγία η πιθανότερη εκδοχή για τον/τους δράστη/ες εφέρετο να ήταν κάποια ακραία ισλαμιστική-τρομοκρατική οργάνωση. Σύντομα ξεκαθάρισε ότι επρόκειτο για Νορβηγό, λευκό και χριστιανό τον Anders Behring Breivik, ο οποίος αυτόματα θεωρήθηκε παράφρων, μανιακός δολοφόνος, για να προκύψει τελικά ότι δεν είχαμε να κάνουμε με έναν διαταραγμένο αλλά με έναν φανατικό ιδεολόγο, εθνικιστή, ισλαμοφάγο, αντικομμουνιστή. Βοηθούσης της οικονομικής κρίσης καθώς και της όξυνσης των μεταναστευτικών πιέσεων οι ακραίες εθνικιστικές και ρατσιστικές αντιλήψεις και οι πολιτικοί σχηματισμοί που τις πρεσβεύουν κερδίζουν έδαφος και καταγράφουν ανοδικά εκλογικά ποσοστά σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες ακόμη και στις πλουσιότερες και παραδοσιακά κοινωνικά και πολιτικά ανεκτικές χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά (Φινλανδία, Ολλανδία, Σουηδία, Δανία).
Τα ερωτήματα όμως δεν σταματούν εδώ: Υπάρχουν ηθικοί αυτουργοί στην τέλεση εγκλημάτων σαν αυτών του Νορβηγού μακελάρη; Και αν ναι, πως τεκμηριώνεται η ενοχή τους και πως διώκεται; Ποιος ορίζει τι είναι τρομοκρατία και ποιος τρομοκράτης;
Πρέπει να επιτρέπεται η δημοσίευση προκηρύξεων τρομοκρατικών οργανώσεων και τι νόημα έχουν τέτοιες απαγορεύσεις την εποχή του διαδικτύου; Τι είναι η Κυβερνοτρομοκρατία και πως αντιμετωπίζεται; Πρέπει να αίρεται η ανωνυμία στο διαδίκτυο; Είναι τελικά η ασφάλεια και η ελευθερία έννοιες από κάποιο σημείο και πέρα ασύμβατες και μήπως πρέπει να δεχθούμε μια κάποια μείωση των ελευθεριών μας για να ενισχύσουμε την ασφάλεια μας και με ποια μεζούρα θα μετρηθούν αυτά και ποιος θα κρατάει την μεζούρα στα χέρια του;
Παράλληλα στην ίδια ανάρτηση αναδημοσιεύω και ένα παλιό προφητικό κείμενο του Μάνου Χατζηδάκι, γραμμένο το 1993, και το οποίο έφερε πάλι στο φως ο Μιχάλης Γελασάκης στον ιστότοπο musicpaper.gr
Προς αποφυγή τυχόν παρερμηνειών, δεν συγκρίνω τις σκέψεις που εκφράζω με αυτές του Μ. Χατζηδάκι, αλλά θέλω να δώσω τη δέουσα έμφαση στη βασική κατά τη γνώμη μου παράμετρο: η μάχη εναντίον του φασισμού και του νεοναζισμού σε όλες τους τις εκφάνσεις δεν είναι ζήτημα ιδεολογικών διακηρύξεων ή κομματικών επιλογών, είναι καθημερινή μάχη με τις προκαταλήψεις μας, με τα σκοτάδια της ψυχής μας, με τον ίδιο μας τον εαυτό ενίοτε.
Πόση ελευθερία δικαιούνται οι εχθροί της ελευθερίας;
Τις πρώτες ώρες μετά το μακελειό στη Νορβηγία η πιθανότερη εκδοχή για τον/τους δράστη/ες εφέρετο να ήταν κάποια ακραία ισλαμιστική-τρομοκρατική οργάνωση. Σύντομα ξεκαθάρισε ότι επρόκειτο για Νορβηγό, λευκό και χριστιανό τον Anders Behring Breivik, ο οποίος αυτόματα θεωρήθηκε παράφρων, μανιακός δολοφόνος, για να προκύψει τελικά ότι δεν είχαμε να κάνουμε με έναν διαταραγμένο αλλά με έναν φανατικό ιδεολόγο, εθνικιστή, ισλαμοφάγο, αντικομμουνιστή. Βοηθούσης της οικονομικής κρίσης καθώς και της όξυνσης των μεταναστευτικών πιέσεων οι ακραίες εθνικιστικές και ρατσιστικές αντιλήψεις και οι πολιτικοί σχηματισμοί που τις πρεσβεύουν κερδίζουν έδαφος και καταγράφουν ανοδικά εκλογικά ποσοστά σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες ακόμη και στις πλουσιότερες και παραδοσιακά κοινωνικά και πολιτικά ανεκτικές χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά (Φινλανδία, Ολλανδία, Σουηδία, Δανία).
Η ίδια η Νορβηγία είναι ίσως η πλουσιότερη χώρα της Ευρώπης, μια πολιτεία θεσμισμένη με βάση την ευρύτατη δυνατή συναίνεση, μια κοινωνία με κουλτούρα ανοχής στην διαφορετικότητα. Οι δημοκρατικές λοιπόν πολιτείες, οι ανοιχτές κοινωνίες, οι προοδευμένες οικονομίες βρίσκονται αντιμέτωπες με τους χειρότερους εφιάλτες τους: την άρνηση της ίδιας τους της ουσίας και της υπόστασης από ένα διαρκώς αυξανόμενο ποσοστό των πολιτών τους που στρέφονται στις αγκάλες της πιο μισαλλόδοξης δυνατής άκρας δεξιάς. Δεν είναι μάλιστα λίγοι αυτοί που υποστηρίζουν, ότι ακριβώς αυτή η συναινετική πολιτική κουλτούρα που επικράτησε στις χώρες αυτές και που δεν προσφέρει επαρκείς δυνατότητες εκτόνωσης της δυσφορίας των πολιτών (ένα είδος συναινετικού πολιτικού κομφορμισμού) οδηγεί τους «πολιτικά κορεσμένους» πολίτες στην υιοθέτηση ακραίων ιδεολογιών και πρακτικών.
Τα ερωτήματα που γεννούνται είναι πολλά και οι απαντήσεις εξαιρετικά δύσκολες.
Εν πρώτοις το ερώτημα του τίτλου: Πόση ελευθερία δικαιούνται οι εχθροί της ελευθερίας;
Το ερώτημα αυτό ετέθη για πρώτη φορά μετά τη Γαλλική Επανάσταση από τους Ιακωβίνους και τον αρχηγό τους Ροβεσπιέρο και η απάντηση που έδωσαν, ότι οι εχθροί της δημοκρατίας πρέπει να πατάσσονται, οδήγησε στην περίοδο της τρομοκρατίας, στις γκιλοτίνες και τελικά και τον ίδιο τον Ροβεσπιέρο στην λαιμητόμο. Κατά τα λεγόμενα του Μαξιμιλιανού Ροβεσπιέρου, «η μαλθακότητα προς τους προδότες θα μας καταστρέψει όλους». Αλλά και αν δεχθούμε ότι οι συνθήκες στις σημερινές ευρωπαϊκές δημοκρατίες πόρρω απέχουν από την Γαλλία του 18ου αιώνα, το ερώτημα επανέρχεται: πόση ελευθερία δράσης και κινήσεων μπορεί να εκχωρηθεί σε πολιτικούς σχηματισμούς, οργανώσεις ή κόμματα της άκρας δεξιάς ή και της άκρας αριστεράς που ξεκάθαρα και διακηρυγμένα εναντιώνονται στην κοινοβουλευτική δημοκρατία και επιδιώκουν την ανατροπή της και την αντικατάσταση της από κάποιου είδους δικτατορία (των αρίστων; των χριστιανών; του προλεταριάτου; αδιάφορο).
Είναι δημοκρατικό να διώκονται οι φορείς ακραίων απόψεων για την ιστορία όπως συμβαίνει σε πολλές χώρες με τους αρνητές του ολοκαυτώματος ή και των εγκλημάτων των κομμουνιστικών καθεστώτων;
Οι απαντήσεις σε τέτοιου είδους ερωτήματα φαντάζουν δύσκολες, αλλά κατά τη γνώμη μου πρέπει να δοθούν και να είναι κατά το δυνατόν ξεκάθαρες και ευκρινείς. Η δημοκρατία είναι πολίτευμα δύσκολο και ευαίσθητο. Είναι μια διαρκής άσκηση ελευθερίας, μια καθημερινή μάχη με τις προκαταλήψεις μας. Η ανεκτικότητα την τρέφει, δεν την υπονομεύει. Η ελευθερία έκφρασης που εκχωρεί στους αρνητές της ποτίζει και δεν πριονίζει τις ρίζες της. Η ηθική της υπεροχή πηγάζει και αποδεικνύεται από την ανοχή στους πολεμίους της και την αυστηρότητα στους λειτουργούς της. Η ασφάλεια δεν εμπεδώνεται με περιστολή ελευθεριών, ισχύει μάλλον το αντίθετο. «Το πρόβλημα με τους φονταμενταλιστές είναι ότι είναι δύσκολο να μπούμε στην θέση τους, να σκεφτούμε όπως εκείνοι. Γι’ αυτό καταφέρνουν να μας πλήττουν με τρόπο ανεπαίσθητο, πανούργο, αποτελεσματικό».
Η ήττα μας όμως υπογράφεται, όταν μας επιβάλλουν την ηθική τους ατζέντα, όταν αναγκαζόμασθε (ή νομίζουμε ότι αναγκαζόμασθε) να μετέλθουμε των δικών τους μεθόδων για να τους πλήξουμε, με την ψευδαίσθηση ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα.
Δεν θέλω να επεκταθώ. Φοβάμαι πως δεν έχω τα εφόδια για μια θεωρητική ανάπτυξη, ούτε την κατάλληλη γλώσσα για τις απαιτήσεις του όλου θέματος. Όμως το θέμα με καίει. Και πριν πολλά χρόνια επιχείρησα να το αποσαφηνίσω μέσα μου. Σήμερα ξέρω πως διέβλεπα με την ευαισθησία μου τις εξελίξεις και την επανεμφάνιση του τέρατος. Και δεν εννοούσα να συνηθίσω την ολοένα αυξανόμενη παρουσία του. Πάντα εννοώ να τρομάζω.
Ο νεοναζισμός δεν είναι οι άλλοι. Οι μισητοί δολοφόνοι, που βρίσκουν όμως κατανόηση από τις διωκτικές αρχές λόγω μιας περίεργης αλλά όχι και ανεξήγητης συγγενικής ομοιότητος. Που τους έχουν συνηθίσει οι αρχές και οι κυβερνήσεις σαν μια πολιτική προέκτασή τους ή σαν μια επιτρεπτή αντίθεση, δίχως ιδιαίτερη σημασία που να προκαλεί ανησυχία. (Τελευταία διάβασα πως στην Πάτρα, απέναντι στο αστυνομικό τμήμα άνοιξε τα γραφεία του ένα νεοναζιστικό κόμμα. Καμιά ανησυχία ούτε για τους φασίστες, ούτε για τους αστυνομικούς. Ούτε φυσικά για τους περιοίκους).
Ο εθνικισμός είναι κι αυτός νεοναζισμός. Τα κουρεμένα κεφάλια των στρατιωτών, έστω και παρά τη θέλησή τους, ευνοούν την έξοδο της σκέψης και της κρίσης, ώστε να υποτάσσονται και να γίνονται κατάλληλοι για την αποδοχή διαταγών και κατευθύνσεων προς κάποιο θάνατο. Δικόν τους ή των άλλων. Η εμπειρία μου διδάσκει πως η αληθινή σκέψη, ο προβληματισμός οφείλει κάπου να σταματά. Δεν συμφέρει. Γι’ αυτό και σταματώ. Ο ερασιτεχνισμός μου στην επικέντρωση κι ανάπτυξη του θέματος κινδυνεύει να γίνει ευάλωτος από τους εχθρούς. Όμως οφείλω να διακηρύξω το πάθος μου για μια πραγματική κι απρόσκοπτη ανθρώπινη ελευθερία.
Ο φασισμός στις μέρες μας φανερώνεται με δυο μορφές. Ή προκλητικός, με το πρόσχημα αντιδράσεως σε πολιτικά ή κοινωνικά γεγονότα που δεν ευνοούν την περίπτωσή τους ή παθητικός μες στον οποίο κυριαρχεί ο φόβος για ό,τι συμβαίνει γύρω μας. Ανοχή και παθητικότητα λοιπόν. Κι έτσι εδραιώνεται η πρόκληση. Με την ανοχή των πολλών. Προτιμότερο αργός και σιωπηλός θάνατος από την αντίδραση του ζωντανού και ευαίσθητου οργανισμού που περιέχουμε.
Το φάντασμα του κτήνους παρουσιάζεται ιδιαιτέρως έντονα στους νέους. Εκεί επιδρά και το marketing. Η επιρροή από τα Μ.Μ.Ε. ενός τρόπου ζωής που ευνοεί το εμπόριο. Κι όπως η εμπορία ναρκωτικών ευνοεί τη διάδοσή τους στους νέους, έτσι και η μουσική, οι ιδέες, ο χορός και όσα σχετίζονται με τον τρόπο ζωής τους έχουν δημιουργήσει βιομηχανία και τεράστια κι αφάνταστα οικονομικά ενδιαφέρονται.
Και μη βρίσκοντας αντίσταση από μια στέρεη παιδεία όλα αυτά δημιουργούν ένα κατάλληλο έδαφος για να ανθίσει ο εγωκεντρισμός η εγωπάθεια, η κενότητα και φυσικά κάθε κτηνώδες ένστιχτο στο εσωτερικό τους. Προσέξτε το χορό τους με τις ομοιόμορφες στρατιωτικές κινήσεις, μακρά από κάθε διάθεση επαφής και επικοινωνίας. Το τραγούδι τους με τις συνθηματικές επαναλαμβανόμενες λέξεις, η απουσία του βιβλίου και της σκέψης από τη συμπεριφορά τους και ο στόχος για μια άνετη σταδιοδρομία κέρδους και εύκολης επιτυχίας.
Βιώνουμε μέρα με τη μέρα περισσότερο το τμήμα του εαυτού μας – που ή φοβάται ή δεν σκέφτεται, επιδιώκοντας όσο γίνεται περισσότερα οφέλη.Ώσπου να βρεθεί ο κατάλληλος «αρχηγός» που θα ηγηθεί αυτό το κατάπτυστο περιεχόμενό μας. Και τότε θα ‘ναι αργά για ν’ αντιδράσουμε. Ο νεοναζισμός είμαστε εσείς κι εμείς – όπως στη γνωστή παράσταση του Πιραντέλο. Είμαστε εσείς, εμείς και τα παιδιά μας. Δεχόμαστε να ‘μαστε απάνθρωποι μπρος στους φορείς του AIDS, από άγνοια αλλά και τόσο «ανθρώπινοι» και συγκαταβατικοί μπροστά στα ανθρωποειδή ερπετά του φασισμού, πάλι από άγνοια, αλλά κι από φόβο κι από συνήθεια.
Και το Κακό ελλοχεύει χωρίς προφύλαξη, χωρίς ντροπή. Ο νεοναζισμός δεν είναι θεωρία, σκέψη και αναρχία. Είναι μια παράσταση. Εσείς κι εμείς. Και πρωταγωνιστεί ο Θάνατος.
http://iatriko-forum.blogspot.gr/2011/08/blog-post_08.html#comment-form
ΑπάντησηΔιαγραφήΠαραθέτω το αρχικό σου κείμενο και τα-τότε-σχόλια.
Οι θέσεις μου δεν έχουν διαφοροποιηθεί.
εξαιρετικά ενδιαφέρον το άρθρο σας όπως και οι προβληματισμοί σας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜπαίνοντας στη θέση του συνήγορου του διαβόλου για λόγους περαιτέρω προβληματισμού και μόνο, πιστεύω ότι οφείλουμε να αναρωτηθούμε τα παρακάτω :
α. ποιοι θα κρίνουν και θα κατατάσσουν τις ιδέες που αντίκεινται στη δημοκρατία
πως θα εξασφαλίσουμε ότι αυτό δεν θα γίνει με όρους πολιτικής κυριαρχίας συγκεκριμένων συμφερόντων και πλευρών.
β. πως θα εξασφαλίσουμε ότι οι μεθοδεύσεις θα λειτουργούν ισότιμα ; Πως θα οριστεί το ισότιμο ;;
γ. και στο τέλος της ημέρας αν τα ζυγίσουμε απαγόρευση και μη θα βγει το ισοζυγιο θετικό. Η απαγόρευση του κάθε είδους εχθρού της πολιτείας σε σχέση με τη δημόσια έκθεση θα σημάνει αυτόματα και την μη εξάπλωση των ''ιδεωδών'' του ; Δε νομίζω
λάβετε υπόψη τις σημερινές δυαντότητες διάχυσης της πληροφορίας, αλλά και αντίστοιχες ψυχροπολεμικές πρακτικές κατά των κομμουνιστών (απαγόρευση έκφρασης ιδεών, πολιτικής εκπροσώπησης κτλ) απέφεραν την εξαφάνισή τους ;; Όχι
το ίδιο θα συμβεί και σήμερα με κάθε -ισμο που θα προσπαθήσουμε να περιορίσουμε
θα γιγαντωθεί στο περιθώριο. Θα φτιάξει το δικό του πεδίο δράσης
Η μόνη απάντηση και αντιμετώπιση των ''εχθρών'' της δημοκρατίας είναι η ρεαλιστική αντιμετώπιση των προβλημάτων που τους εκτρέφουν μέσα στα δημοκρατικά πλαίσια.
Η μείωση των ελευθεριών δεν αποτελεί κάποια πρακτική δημοκρατίας. Ωστόσο, εδώ να κάνουμε με πληθώρα νομικών/ποινικών κι άλλων ζητημάτων. Ουσιαστικά η δράση του νεοφασισμού εντάσσεται πλήρως στις διατάξεις του ποινικού κώδικα, οπότε και στην ουσία θα ανασταλεί η δράση της, αλλά όχι η πολιτική της οντότητα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑπό την άλλη, πολιτική απάντηση, θα δώσει μόνο ο λαός μέσα από τα κοινωνικά κινήματα. Η Χρυσή Αυγή ανδρώθηκε επειδή η αριστερά φοβήθηκε να αναπτύξει κινήματα ή να συμμετάσχει σε κινήματα με κέντρο την λαθρομετανάστευση (στο σύνολο δηλαδή της μεταναστευτικής πολιτικής) κι έδωσε έδαφος έτσι στα φασιστικά κινήματα...
Υπάρχει μια φράση-κλειδί στο κείμενο του Μ. Χατζηδάκι, αυτή για την παιδεία που πρέπει να «πολλαπλασιάζει τα ερωτήματα». Δεν υπάρχει, πράγματι, πιο αποτελεσματικός τρόπος αντιμετώπισης του φανατισμού από το να δίνει κανείς στους ανθρώπους να καταλαβαίνουν από νεαρή ηλικία την σχετικότητα και πολυπλοκότητα των φαινομένων, το πόσες αποχρώσεις υπάρχουν ανάμεσα στο άσπρο και το μαύρο. Η πρόοδος των επιστημών, και ιδιαίτερα των ιστορικών και κοινωνικών, προσφέρει πλήθος σχετικών διδακτικών παραδειγμάτων. Δυστυχώς ποτέ δεν θέσαμε ως στόχο της παιδείας στη χώρα μας το να αμβλύνουμε με αυτό τον τρόπο συστηματικά και από μικρή ηλικία την πολιτιστική μας ροπή προς την υπερβολή και τα άκρα. Το αποτέλεσμα είναι να πολλαπλασιάζονται τελικά όχι τα ερωτήματα, αλλά οι φανατισμοί και οι ακρότητες, στην προκειμένη περίπτωση αυτών που επέλεξαν να αγαπούν την πατρίδα τους με γερμανικό τρόπο...
ΑπάντησηΔιαγραφήΑπό τον Βορίδη στον Κατίδη. Του Ανδρέα Πετρουλάκη
ΑπάντησηΔιαγραφή