8 Νοε 2013

Νυχτερινό ΙΙ

Ο Νικήτας Κακκαβάς είναι καλός φίλος, εξαίρετος συνάδελφος (καρδιολόγος) και προικισμένος λογοτέχνης (κατά την ταπεινή μου άποψη από τους σημαντικότερους της γενιάς μας). Δεν είναι η πρώτη φορά που στο παρόν ιστολόγιο δημοσιεύεται δείγμα δουλειάς του, εντούτοις η σημερινή ανάρτηση με «δυσκόλεψε» κάπως σε προσωπικό επίπεδο, προκαλώντας μου μια φυσική -τρόπον τινά- συστολή. Διαβάζοντας το «Νυχτερινό ΙΙ» ένοιωσα, όπως συχνά μου συμβαίνει με τα διηγήματα του Νικήτα, ένα ιδιαίτερο λυτρωτικό συναίσθημα, ένα μυστήριο είδος ταυτόχρονης συναισθηματικής έντασης και ψυχικής γαλήνευσης. Αυτό το ίδιο συναίσθημα μου προκαλεί συχνά η μουσική του Χατζηδάκι.

Είναι η ευθεία, καίρια βολή της μεγάλης τέχνης στις ψυχές των ανθρώπων.

Nυχτερινό  ΙΙ

στον Στάμο Κυρζόπουλο και στη σύντροφο του Χρύσα
στη μνήμη του μικρού Βαγγέλη Μ.

«Θα παίρνετε ένα χάπι κάθε πρωί. Και λίγο προσοχή στο αλάτι, ιδίως στις κρυφές πηγές αλατιού. Ξέρετε… Κονσέρβες, αλλαντικά, τυριά, ξηροί καρποί. Θα σας ξαναδώ σε τρεις μήνες».
Άνοιξε το συρτάρι, ψάχνοντας τη σφραγίδα του. Στη σπουδή του να την βρει, σκόρπισε ένα κουτί συνδετήρες στο πάτωμα.
Λαθροκοίταξε το ρολόι απέναντι στον τοίχο, όση ώρα έγραφε τη συνταγή. Περασμένες δέκα, άργησε πάλι σήμερα και είχαν κανονίσει για κινηματογράφο με τη Λίνα και τον Κώστα. Θα προλάβαινε στο τσαφ, αρκεί να μην είχε κίνηση τέτοια ώρα η Τσιμισκή.
Η κυρία Αντωνιάδου συνέχιζε ακατάπαυστα τις ερωτήσεις της σχετικά με την πίεση της. Προσπέρασε την ανηλεή, για τη στιγμή, φλυαρία της με ένα αδρό κούνημα της κεφαλής, όση ώρα έγραφε τα φάρμακα.
Ένοιωσε ανακούφιση, ξεπροβοδίζοντας στα γρήγορα το ζεύγος Αντωνιάδη. Το κλείσιμο της πόρτας λυτρωτικό άφηνε προσωρινά, αλλά οριστικά για σήμερα, εκτός την αρρώστια και τους αρρώστους. Με μια βιαστική κίνηση πέταξε την ιατρική ρόμπα στην καρέκλα. Καθώς έβαζε τα παπούτσια του, δικαίωσε για μια ακόμα φορά τον Αναγνωστάκη που σε κάθε λήξη εφημερίας έκλεινε το βιβλίο συμβάντων, γράφοντας την ίδια πάντοτε φράση: «Βαριά η καλογερική. Ώρα να ξαναγίνω ευτυχής ως Λωτοφάγος.  Δρ Ι.Μ.Α. - μαθητευόμενος  Σαμάνος του Ανθρωπίνου Πόνου».
«Κλειδιά, κινητό, πορτοφόλι…» επανέλαβε τη βραδινή ιδεοαναγκαστική του αρίθμηση. Όλα άρτια και στη θέση τους. Μπορούσε επιτέλους να φύγει ευτυχής ως Λωτοφάγος.  
Ξαφνικά το τηλέφωνο του γραφείου κουδούνισε. Ο Σαμάνος μόλις έβαζε τρικλοποδιά στο Λωτοφάγο.
Κοντοστάθηκε στην εξώπορτα διστακτικός. Ζύγισε στο πόδι τις εκδοχές. Να σηκώσει το τηλέφωνο ή όχι; Αν ήταν κάποιο επείγον περιστατικό, τα σχέδια για σινεμά ανατρέπονταν και η Χρύσα θα είχε για μέρες μούτρα. Αν ήταν κανένας από τους γνωστούς ψυχάκηδες, αρκούσε να παίξει για λίγα λεπτά το γνωστό του καθησυχαστικό, ψυχοκαθαρτήριο μονόλογο, που τον έκανε διάσημο ανάμεσα στο πολυπληθές ακροατήριο των ασθενών του και θα ξεμπέρδευε.
Αποφάσισε να το ρισκάρει. Σήκωσε το τηλέφωνο με την απροθυμία  που κάνει κάποιος το πρώτο βήμα σε ναρκοπέδιο.
«Στάμο έλα ο Σήφης είμαι…» ακούστηκε γνώριμη φωνή από την άλλη άκρη του σύρματος. Ανακουφίστηκε, ήταν ο Αναγνωστάκης.
«Πάλι πήδηξες καμιά καινούργια ειδικευόμενη και με πήρες για εξομολόγηση;» απάντησε με γελαστή φωνή. «Αναγνωστάκη λέγε γρήγορα τί θες, με περιμένει η Χρύσα και οι κουμπάροι στο σινεμά. Μόλις που προλαβαίνω!».
«Στάμο θυμάσαι εκείνον το μικρούλη από τη γειτονιά σου;» ακούστηκε περίεργα σοβαρή η φωνή του Αναγνωστάκη. «Τον είχαμε μέσα πάλι με πνευμονία. Ξέρεις… Πέθανε πριν από λίγο στον ύπνο του».
Αισθάνθηκε τη νάρκη να σκάει, πριν ακουμπήσει καλά-καλά το πόδι του στο έδαφος.