19 Σεπ 2011

STATE OF WAR


Τοποθετούμαι εξ’ αρχής.
Αντιπαθώ μέχρι αποστροφής την χρήση στρατιωτικής-πολεμικής φρασεολογίας και ρητορικής, για λόγους αισθητικής αλλά και ουσίας. Θεωρώ, ότι όσοι συστηματικά την χρησιμοποιούν ή περιστασιακά καταφεύγουν σε αυτήν, το κάνουν είτε για να υψώσουν τεχνητά το ανάστημα τους (οι «αρχιστράτηγοι» προκαλούν πάντα δέος), είτε για να εγκλωβίσουν συναισθηματικά το ακροατήριο τους.
«Βρισκόμαστε σε κατάσταση πολέμου» ελέχθη από πρωθυπουργικά χείλη στην συνέντευξη τύπου της ΔΕΘ, για να αιτιολογηθεί η ανάγκη αλλά και ο τρόπος επιβολής και είσπραξης του νέου φόρου στην ακίνητη περιουσία που είχε ανακοινωθεί εκείνη την ημέρα. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο πρωθυπουργός κήρυσσε (μεταφορικά) την χώρα σε κατάσταση πολέμου. Αρχές Μαρτίου του 2010, προ της προσφυγής μας στον μηχανισμό στήριξης, όταν ελήφθησαν τα πρώτα μέτρα λιτότητας με περικοπή των δώρων 13ου και 14ου μισθού (θεωρήθηκε τότε... εξωφρενικό), είχε χρησιμοποιηθεί επίσης η φράση «κατάσταση πολέμου». Τον Ουίνστον Τσώρτσιλ θυμήθηκε εχθές (Κυριακή πάλι, εσχάτως έχουν επιλεγεί οι Κυριακές για τέτοιου τύπου δραματικές ανακοινώσεις) ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης για να υποσχεθεί «ιδρώτα, αίμα και δάκρυα», ζηλώσας το κλέος του μεγάλου Βρετανού ηγέτη. Η επίκληση του πατριωτισμού των πολιτών σε τόσο κρίσιμες συγκυρίες και περιστάσεις όσο η σημερινή για την πατρίδα μας, είναι θεμιτή, ενδεχομένως και αυτονόητη.


Ανακύπτουν όμως ορισμένα ερωτήματα:
Σε αυτόν τον πόλεμο ποιος ακριβώς είναι ο εχθρός;
Θα απαντήσω καλόπιστα: εχθρός είναι υποτίθεται το ενδεχόμενο εξόδου της χώρας από την ευρωζώνη, ίσως και από την ευρωπαϊκή ένωση, και η επιστροφή της σε κατάσταση πτώχευσης και απομόνωσης στη βαλκανική της μιζέρια, σε μια περίοδο μάλιστα που η νοτιοανατολική Μεσόγειος φαίνεται να αποσταθεροποιείται γεωπολιτικά. Μάλιστα. Πιστεύει κανείς στα σοβαρά ότι οι έλληνες πολίτες έτσι αντιλαμβάνονται αυτό τον πόλεμο; Tαπεινή μου άποψη είναι, ότι η πλειονότητα (δημόσιοι και ιδιωτικοί υπάλληλοι, συνταξιούχοι και άνεργοι, έχοντες και μη έχοντες) των πολιτών θεωρούν (ως εκ παρεξηγήσεως ενδεχομένως) ότι ο πόλεμος στρέφεται εναντίον τους.
Υπάρχει έστω και η παραμικρή πιθανότητα να κερδηθεί οποιοσδήποτε πόλεμος χωρίς στοιχειώδη εμπέδωση μιας μίνιμουμ εθνικής ενότητας, ενός αρραγούς εσωτερικού μετώπου, για να χρησιμοποιήσουμε την «πολεμική» ορολογία;
Τότε γιατί υποθάλπουμε και χρησιμοποιούμε τον κοινωνικό αυτοματισμό-κανιβαλισμό ; Γιατί στρέφουμε την μία κοινωνική ομάδα εναντίον της άλλης; Γιατί συνεχώς βρίσκουμε «πρoδότες»;
Υπάρχει επαρκής ηγεσία να εμπνεύσει και να οδηγήσει τον λαό σε αυτόν τον πόλεμο;
Και το κυριότερο πιστεύει η ηγεσία αυτή στην νίκη;

Επιτρέψτε μου να παρεμβάλω εδώ μια ιστορία που αφορά τους ηγέτες σε καιρό πολέμου όπως τη διάβασα εν περιλήψει σε άρθρο της της Ρίτσας Μασούρα στην Καθημερινή Σε ένα κρίσιμο σημείο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αμέσως μετά το σπάσιμο του κώδικα του Άξονα από τους Συμμάχους, η Αγγλία αποκρυπτογράφησε ένα σήμα, σύμφωνα με το οποίο οι Γερμανοί θα βομβάρδιζαν το Κόβεντρι. Η αποκωδικοποίηση αυτή έθεσε τον Τσόρτσιλ ενώπιον φοβερού διλήμματος. Αν διέτασσε την εκκένωση του Κόβεντρι, θα έσωζε τις ζωές των κατοίκων του, αλλά θα αποκαλυπτόταν ότι οι Σύμμαχοι είχαν σπάσει τον κώδικα. Αν σιωπούσε, το μυστικό θα έμενε μυστικό και ήταν πολύ πιθανό το τέλος του πολέμου να ερχόταν πολύ πιο σύντομα. Ο Τσόρτσιλ σκέφτηκε ότι τα οφέλη από μια άμεση νίκη δικαιολογούσαν τη θυσία του Κόβεντρι. Αυτήν την απόφαση είχε στο μυαλό του, τουλάχιστον εν μέρει, όταν αργότερα έγραψε: Η επί του όρους ομιλία είναι ο τελευταίος λόγος στη χριστιανική ηθική. Όλοι σέβονται τους κουακέρους. Παρ’ όλα αυτά οι υπουργοί δεν αναλαμβάνουν τις ευθύνες καθοδήγησης ενός κράτους με τέτοια κριτήρια («Τα Πάθη της Λογικής» - Ρ. Φρανκ).

Τα ερωτήματα όμως δεν σταματούν εδώ.

Μήπως η επίκληση της κατάστασης πολέμου γίνεται γιατί πρέπει να παταχθούν με μια ιδιότυπη «στρατιωτική πειθαρχία» οι αντίθετες απόψεις και οι φορείς τους;
Είναι βέβαιο ότι οι προχθεσινές τοποθετήσεις του ευφραδούς αντιπροέδρου δεν απείχαν πολύ από την λογική της «στρατιωτικής λογοκρισίας», γιατί οι «παράφωνες» φωνές ακούγονται στο εξωτερικό και βλάπτουν, υποτίθεται, την χώρα.

Ποια πρόνοια έχει ληφθεί στον πόλεμο αυτό για τον άμαχο πληθυσμό;

Μήπως βομβαρδίζονται άπαντες αδιακρίτως και ανεξαρτήτως του αξιομάχου τους;

Και τέλος οι σύμμαχοι μας στον πόλεμο αυτό (οι εταίροι μας στην ευρωζώνη) προτίθενται να μας στηρίξουν ή θα θυσιασθούμε ως Ιφιγένειες (και για παραδειγματισμό του υπολοίπου «στρατεύματος») για να αποπλεύσει ο στόλος των Αχαιών Ευρωπαίων και να πολεμήσει χωρίς βαρίδια στον μεγάλο Νομισματικό Τρωϊκό Πόλεμο;
Συνήθως πάντως «τελεσίγραφα» σαν αυτά που λαμβάνουμε καθημερινά αποστέλλονται στους αντιπάλους και όχι στους συμμάχους.

Ο πόλεμος λοιπόν, διεξάγεται εναντίον συγκεκριμένου εχθρού και συνήθως κερδίζεται από λαούς με μαχητικό πνεύμα, ομόνοια, σταθερή εμπνευσμένη ηγεσία με πίστη στη νίκη και δυνατούς-σταθερούς συμμάχους. Στα ζητήματα αυτά τα αγωνιώδη ερωτήματα είναι στην περίπτωση της Ελλάδος πολύ περισσότερα από τις ικανοποιητικές απαντήσεις.
Για να είμαστε βέβαια δίκαιοι, η αποκλειστικότητα χρήσης της πολεμικής-στρατιωτικής ορολογίας δεν ανήκει στους κυβερνητικούς παράγοντες ή στα ΜΜΕ που απηχούν και στηρίζουν τις απόψεις τους. Αντίστοιχη χρήση και συχνά με απολύτως απαράδεκτους όρους γίνεται και από ένα μέρος του «αντιμνημονιακού», ας το πούμε έτσι, μετώπου. Δημοσιογράφοι, καθηγητές, καλλιτέχνες και πολιτικό προσωπικό έχουν χρησιμοποιήσει και χρησιμοποιούν βαρύτατους (και απολύτως απαράδεκτους, φρονώ) χαρακτηρισμούς και εκφράσεις του τύπου: «προδότες», «δοσίλογοι», «Τσολάκογλου», «εθνικοί μειοδότες», καθώς και απειλές για «ειδικά δικαστήρια» και «νέο Γουδί».

Νομίζω ότι η «πολεμική» ρητορεία (ένθεν-κακείθεν) πρέπει να σταματήσει. Δεν βοηθά αυτές τις πραγματικά κρίσιμες ώρες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου